Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

LES HERBES FOLLES (2009), του Alain Resnais


Όταν πριν από τρία χρόνια η Βενετία υποδεχόταν το Coeurs ως την επιστροφή στη φόρμα για τον μεγάλο Resnais, μου δημιουργήθηκαν προσδοκίες που δυστυχώς έμειναν ανεκπλήρωτες. Όχι ότι εκείνο το φιλμ δεν είναι καλό – αντιθέτως, αποτελεί υπόδειγμα αφηγηματικού χειρισμού μιας πλειάδας χαρακτήρων και η θερμή αισιοδοξία που αναδίδει έφερε μια ευπρόσδεκτη προσθήκη στο πλουραλισμό μιας φιλμογραφίας ανεκτίμητης. Ωστόσο, η σχετικά απρόσωπη σκηνοθεσία και το θεατρικό της στήσιμο φαντάζει λειψό μπροστά στο έργο ενός δημιουργού που μας έμαθε το σημείο τομής ανάμεσα στο πάθος και την αποστασιοποίηση. Είκοσι και βάλε χρόνια μετά από την τελευταία φορά (το Mon Oncle d’ Amerique ή έστω το Mélo), αποφασίζει να περάσει ξανά από αυτή τη χώρα που του ταιριάζει καλύτερα, εκεί όπου οι τα αγριόχορτα ανθίζουν μέσα στο παράδοξο του «μη μου άπτου» πάθους τους.

Μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Christian Gailly με τίτλο L’ incident, ο Resnais δεν απομακρύνεται θεματικά από του προηγούμενο φιλμ. Ρομαντικές αναζητήσεις με άφθονες δόσεις μελαγχολίας, νοσταλγίας και τρέλας διαπερνούν και το Les Herbes Folles. Ωστόσο, όλα αποκτούν διαφορετικό νόημα κάτω από τις φορμαλιστικές επιλογές του Γάλλου δημιουργού που θυμίζουν τα περασμένα μεγαλεία του αλλά – και εδώ κρύβεται η επιτυχία του – χωρίς την παραμικρή ρετρό διάθεση. Πράγματι, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη περίπτωση ουσιαστικής και ολοκληρωτικής αναβίωσης του στυλ της nouvelle vague της δεκαετίας του ’50 και του ’60 (και ορισμένων πραγματικών εκλάμψεων του Rivette στα 70’s) που ταυτόχρονα να μοιάζει τόσο φυσικά εναρμονισμένη με τον καιρό της. Υπάρχει αυτή η ανεμελιά, αυτό το αυθόρμητο και ειλικρινές στυλ κινηματογράφησης που κινείται πρωτίστως από αμετανόητο σινεφιλικό πάθος και δεν έχει καμία διάθεση να το κρύψει. Τι και αν βρισκόμαστε πλέον στο 2010 – ο Resnais χτίζει τη γέφυρα που ενώνει την εποχή μας με τις μέρες που στις αίθουσες κυκλοφορούσαν το Paris nous Appartient και το Vivre Sa Vie. Τόσο πιστός στο πνεύμα αυτών των φιλμ και παράλληλα τόσο πιστός στο σήμερα – μία αντίφαση που μόνο ένας γνήσιος auteur του χρόνου θα μπορούσε να κατορθώσει.

Αυτόν τον χαρακτηρισμό και άλλους παρόμοιους ο Resnais τους αποποιείται σχεδόν ενστικτωδώς στις συνεντεύξεις του. Αλλά τα έργα του μιλούν από μόνα τους και είναι τουλάχιστον συγκινητικό να παρατηρείς το συνειρμικό μοντάζ του Les Herbes Folles και να αναγνωρίζεις αμέσως τον άνθρωπο που χρόνια πριν σου έδειξε - μόνο αυτός - τις εικόνες της μνήμης και της προσδοκίας, όπως ακριβώς κατασκευάζονται στο μυαλό σου. Η σκηνοθεσία διαπερνάει τη Χιροσίμα, το Μάριενμπαντ και το La Guerre est Finie, έστω με διαφορετική και πιο ανάλαφρη διάθεση (σαν εκείνη των πρώιμων Godard και Rivette), αλλά με ένα στυλ που αλάνθαστα αναγνωρίζεις που ανήκει. Και που, στα μάτια μου τουλάχιστον, έλειψε από το Coeurs. ‘Η μάλλον έλλειψε από το σινεμά για δεκαετίες. Όσο για το μυστικό της επικαιρότητας που επιτυγχάνει το φιλμ; Ίσως μια απόπειρα εξήγησης να άπτεται της σοφής επιλογής ως κεντρικών ηρώων ανθρώπων μιας τέτοιας ηλικίας και «κοψιάς» (André Dussollier, Sabine Azéma) που δε δυσκολεύεσαι να φανταστείς ότι στα νιάτα τους θα πρωταγωνιστούσαν σε έργα των απαρχών του Νέου Κύματος. Και όπως και ο σκηνοθέτης τους, μεγάλωσαν στα χρόνια αλλά εξακολουθούν να προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο μέσα από τα αχόρταγα μάτια ενός μικρού και ανέμελου παιδιού.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου