Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

A DANGEROUS METHOD (2011), του David Cronenberg

Η φιλμογραφία του Cronenberg είναι ένας ιδιαίτερος θησαυρός για την έβδομη τέχνη. Μέσα από συγκεκριμένα μοτίβα – το ανθρώπινο σώμα, η σεξουαλικότητα, η βία – χτίζεται βήμα προς βήμα ένα φιλοσοφικό σύστημα με απώτερο προορισμό αυτό που αποκαλούμε ψυχισμό ή πνεύμα, ένα ανθρώπινο επίπεδο τέλος πάντων πέραν του ορατού κι άμεσα εκφρασμένου στο κορμί. Οι ταινίες του είναι ταυτόχρονα εγκεφαλικές κι ατμοσφαιρικά υποβλητικές, βαθύτατες άλλα όχι βαριές. Μετά το Spider (ένα αινιγματικό αριστούργημα σπάνιας δύναμης), ο Καναδός επέλεξε μια στροφή προς ένα πιο αφηγηματικό, ακαδημαϊκών καταβολών, σινεμά. Φύσει ιδιόρρυθμος στην προβληματική του, είναι μάλλον αδύνατο να απορροφηθεί εντελώς από τις νόρμες του κλασικότροπου κινηματογράφου, εδώ όμως φτάνει εγγύτερα από ποτέ.

Ναι, το A Dangerous Method είναι αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως «light Cronenberg», το πιο επιφανειακά πράο φιλμ που θα μπορούσε ποτέ να μας παραδώσει. Ωστόσο πίσω από τη φόρμα του διαλογικού δράματος εποχής, κρύβεται ένας χείμαρρος από υπόνοιες, από ατάκες που χρήζουν επαναληπτικές προβολές για να εκτιμηθεί σωστά το εύρος των αναφορών τους, ενώ παρούσα δηλώνει κι η αγαπημένη στο σκηνοθέτη ειρωνεία. Αυτή τη φορά το αντικείμενό της δεν είναι άλλο από τον καθιερωμένο, πλέον, θεσμό της ψυχανάλυσης, τη νέα θρησκεία που έχει μετατρέψει το ψυχολόγο – θεραπευτή σε κάτι πολύ κοντινό στον παλιό μάγο της φυλής, που έλεγαν και οι Ινδιάνοι. Ουσιαστικά η ψυχανάλυση γεννήθηκε μέσα από το τρίγωνο Jung-Sabina-Freud, όταν ο πρώτος αποφάσισε να εφαρμόσει για πρώτη φορά στα χρονικά τη μέθοδο που στη θεωρία ανέπτυξε ο τελευταίος και που μέχρι εκείνη την εποχή ήταν ακόμα γνωστή ως η «ομιλούσα θεραπεία» (The Talking Cure είναι και η ονομασία του θεατρικού του Christopher Hampton που ο ίδιος διασκευάζει εδώ ως σεναριογράφος).

Ανάμεσα στους δύο αυτούς σπουδαίους άντρες, όμως, βρισκόταν η ρωσoεβραϊκής καταγωγής Sabina Spielrein, αδίκως υποτιμημένη από την Ιστορία. Η σημαντικότερή της συνεισφορά σε επιστημονικό επίπεδο ήταν η σύνδεση της σεξουαλικής ορμής με την αυτοκαταστροφή και την μεταμόρφωση (ας θυμηθούμε εδώ το δίπτυχο οργασμός – θάνατος στο Crash και τη γενικότερη εμμονή του Cronenberg με τις πάσης φύσεως αλλαγές/επεμβάσεις στο σώμα). Σε ανθρώπινο επίπεδο, ωστόσο, ήταν η ερωτική της σχέση με τον Jung και η καταλυτική της επίδραση στη ζωή και το έργο του τελευταίου που τίθεται και στο επίκεντρο του φιλμ. Η «ιατρικής» φύσεως συναντήσεις τους σύντομα θα γεννήσουν τον πόθο, ο οποίος με τη σειρά του δε θα αργήσει να εκδηλωθεί σαρκικά.

Η εξερεύνηση της σεξουαλικότητας και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δύο αφενός δίνει στον Cronenberg την αφορμή να εικονογραφήσει τη διεύρυνση των ορίων της ψυχανάλυσης εν τη γένεση της, αφετέρου ενεργοποιεί το οικείο στο έργο του (βλ. Dead Ringers) όχημα της δυαδικότητας. Ο κλοιός γύρω από το ζευγάρι σφίγγεται ολοένα και περισσότερο από την αντίστιξη του Jung με τον Freud (βλ. την εμμονή του με το σεξ και την παιδική ηλικία) και τον Otto Gross (ο βασικός φορέας απελευθέρωσης – σε σημείου μηδενισμού – κάθε σεξουαλικού φραγμού στο φιλμ, ερμηνευμένος με διαολεμένο μπρίο από τον Vincent Cassel). Ο Jung παρουσιάζεται ηθικά εγκρατής στη θεωρία του, λες και το μάθημα ζωής που η Sabina του προσέφερε δεν έμελλε να γίνει πλήρως κατανοητό. Κι εδώ ακριβώς έρχεται η στροφή του προς την μεταφυσική (ή προς ένα είδος πρωτοποριακού και ταυτόχρονα παραδοσιακού εσωτερισμού).

Ίσως σε αυτό το σημείο να βρίσκεται το πραγματικό σχόλιο του σκηνοθέτη. Μέσα από τις εσωτερικές αναζητήσεις με επίκεντρο τις αχανείς εκτάσεις του υποσυνειδήτου, χαρτογραφείται μια ολόκληρη εποχή με τις πολιτικές αναταράξεις της. Αυτές άλλωστε είναι πάντα αλληλένδετες με τις εξελίξεις σε ένα επίπεδο «κοινωνικής ψυχολογίας» και της ηθικές ανακατατάξεις που οδηγούν σε νέα ιδεολογικά εδάφη. Το όνειρο – προμήνυμα του Jung για το Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που με ένα ταιριαστό μούδιασμα αφηγείται ο (εξαιρετικός) Fassbender στο τέλος του φιλμ, όπως και το σαρκαστικό πλάνο με το άγαλμα της ελευθερίας, είναι αρκούντως εύγλωττα. Αντιδρώντας στον άκρατο θετικισμό της επιστήμης, εκείνη η εποχή ανακάλυψε το Εγώ, την πολυεπίπεδη δομή του υποκειμένου. Ποιες όμως οι ιδεολογικές και πολιτικές προεκτάσεις;

Σήμερα, μπορούμε καλύτερα να συμπεράνουμε που οδήγησε και ποιον ωφέλησε αυτή η εξέλιξη (αρκεί κάποιος να κάνει τη σύνδεση ανάμεσα στην ευτυχία της μονάδας του ατόμου και το κυρίαρχο οικονομικο-πολιτικό σύστημα, δηλαδή τον καπιταλισμό). Ο Cronenberg είναι αρκετά σοφός για να υπονοήσει – κι όχι να φωνάξει - μια τέτοιου είδους κριτική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έρχεται ως μερική απογοήτευση η επιλογή ενός ακαδημαϊκού χρονικογραφήματος για φόρμα στο φιλμ του.

Υ.Γ. Παρόλο που η Knightley δίνει, εμφανώς, τον καλύτερό της εαυτό, η επιλογή της είναι μάλλον προβληματική. Παίρνει χρόνο για να ξεπεράσει ο θεατής την περσόνα της και να αναδειχθεί η Sabina.

Υ.Γ. 2. Ιδανική η μουσική επένδυση από το στενό φίλο και συνεργάτη του σκηνοθέτη, Howard Shore.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου