Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Voyage dans le temps (quand on était jeunes...)



Για κάθε Κυριακή που, όπως εκείνη την πρώτη πρώτη κιόλας (αστείο τώρα που το σκέφτομαι, αλλά χορεύαμε σε κύκλο όλα αυτά τα χρόνια), νόμιζα ότι είχε τελειώσει η ιστορία μας κι όμως αυτή, πεισμωμένη, πάντα επιβίωνε.

Μα πρώτη φορά τώρα οι στίχοι ταυτίστηκαν μαζί μου, λέξη προς λέξη, όσα νιώθω, όσα θέλω να σου πω μα ποτέ μου δε θα πω.

It's a choice to stay
It's a dream yeah and I wanna wake
You have blood on your hands and I'm feeling faint
And honey yeah, you can't decide

I'm a drug you don't wanna give up
Smoke your cigarette and make your love flow
You poured blood in my heart, I can't get enough
I'm drowning and you can't decide

It's not about geography or happenstance
You need to fly and take a chance
You don't need to soar to emptiness
And float on high and forever dance alone
You're scared 'cause I feel like home

I hear your voice and I knew right away
If you were here what your eyes would say
I have blood on my feet as I walk away
Rivers are red, it's starting to rain

I'm not gonna live for you or die for you
Won't do anything anymore for you
Because you leave me here on the other side
You leave me here on the other side

I won't live for you or die for you
Won't do anything anymore for you
Because you leave me here on the other side
Oh, you leave me here on the other side

I won't live for you or die for you
Do anything, anymore for you
Because you leave me here on the other side
Oh, you leave me here on the other side

I won't live for you or die for you
Do anything anymore for you
Because you leave me here on the other side
You leave me here on the other side

I won't live for you or die for you
Won't do anything anymore for you

I'm not gonna shed one more tear for you
Shed one more tear for you
I'm not gonna shed one more tear for you
At least not 'til Sunday afternoon, Sunday afternoon

To The Whore Who Took My Poems by Charles Bukowski

some say we should keep personal remorse from the
poem,
stay abstract, and there is some reason in this,
but jezus;
twelve poems gone and I don't keep carbons and you have
my
paintings too, my best ones; its stifling:
are you trying to crush me out like the rest of them?
why didn't you take my money? they usually do
from the sleeping drunken pants sick in the corner.
next time take my left arm or a fifty
but not my poems:
I'm not Shakespeare
but sometime simply
there won't be any more, abstract or otherwise;
there'll always be mony and whores and drunkards
down to the last bomb,
but as God said,
crossing his legs,
I see where I have made plenty of poets
but not so very much
poetry.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Η εγελιανή διαλεκτική ως μοχλός της επανάστασης στον 21o αιώνα

Εισαγωγή – Ένα φάντασμα στοιχειώνει τον κόσμο, το φάντασμα της επανάστασης


            Η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στις ΗΠΑ το 2008 αποδείχτηκε η αρχή μιας βαθιάς κρίσης για τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Οι αντιφάσεις του πολιτικο-οικονομικού μονοπωλίου του 21ου αιώνα ξέσπασαν βίαια και, για ένα μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, «το παράδοξο της φτώχειας καταμεσής της αφθονίας» (Τσόμσκι) ξεπέρασε το στάδιο ενός θεάματος μακρινού (και «μιντιακού») για να μετατραπεί σε εμπειρία καθημερινή. Το ερώτημα της αντίδρασης των μαζών τίθεται πλέον με επείγουσα ανάγκη. Σε μία κατάσταση όπου η επώδυνη πραγματικότητα δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο μέσω μίας ριζοσπαστικής πολιτικής πρακτικής, είναι απαραίτητο να θεμελιώσουμε και, κατά κάποιον τρόπο να δικαιολογήσουμε, την πρότασή μας για μια επιστροφή στο Χέγκελ και στον θεωρητικό ιδεαλισμό του. Σε μια εποχή που η φιλοσοφία έχει ήδη γνωρίσει το μετα-μεταφυσικό της στάδιο, μοιάζει εύλογο να αναρωτιέται κανείς πάνω στη χρησιμότητα εννοιών όπως το «απόλυτο» ή το «πνεύμα». Άλλωστε, ήδη από τον 19ο αιώνα, ο Μαρξ κατέδειξε τους υποτιθέμενους περιορισμούς της εγελιανής σκέψης αναφορικά με τη διαδικασία χειραφέτησης των ανθρώπων. Ο Χέγκελ είχε συλλάβει το Είναι μέσα στην κινητικότητά του, δηλαδή την επανάληψη ως εξιδανίκευση, όμως μία διαφορετική εκδήλωση αυτής της κίνησης του διέφυγε : η παράλογη κι ατελείωτη αφαιρετικότητα του καπιταλισμού, με άλλα λόγια το Κεφάλαιο ως αυτοματοποιημένο Υποκείμενο (στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ αναλύει με λεπτομερή τρόπο το Υποκείμενο στο καπιταλιστικό σύστημα: είναι η Αξία μέσα στην αδιάλειπτη διαδικασία της επανεκτίμησής της). Σε αυτό το πλαίσιο, κι έξω από κάθε εγελιανή σύλληψη, ο Μαρξ προχώρησε στην θεωρητική κατασκευή του επαναστατικού Υποκειμένου, δηλαδή του προλεταριάτου ως παγκόσμιας τάξης.

            Πάραυτα, στην παρούσα καπιταλιστική κρίση, οι προλετάριοι (ακόμα και η ορθότητα αυτού του όρου είναι πλέον αμφισβητίσημη) δεν έχουν το αποκλειστικό προνόμιο του μόχθου και της οδύνης. Για την ακρίβεια, έχουν πάψει εδώ και καιρό να αποτελούν την ενσάρκωση της άρνησης της κατεστημένης κοινωνίας - αντιθέτως την έχουν σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό αφομοιώσει. Σε κάθε περίπτωση, είναι κοινώς αποδεκτό ότι τα θύματα της οικονομικής-πολιτικής εκμετάλλευσης εντοπίζονται σήμερα σε διαφορετικά στρώματα της κοινωνίας. Εδώ βρίσκουμε, μάλλον, ένα πρώτο σημείο όπου η επιστροφή από τις κοινωνικές και οικονομικές κατηγοριοποιήσεις του Μαρξ στις φιλοσοφικές έννοιες του Χέγκελ αναδύεται ως μία αληθοφανής απάντηση στην επιθυμία μας για στράτευση. Ο προβληματισμός γύρω από το επαναστατικό Υποκείμενο είναι, βεβαίως, μονάχα η παραδειγματική εκδήλωση μιας απαίτησης ευρύτερης: περισσότερο από το να βρούμε λύσεις στα προβλήματα που άλλοι δημιούργησαν (εν προκειμένω, η ερώτηση «ποιος θα εκκινήσει την ιστορική διαδικασία της επανάστασης;»), πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε αυτά τα προβλήματα. Το να σκεφτούμε μοιάζει πιο σημαντικό από ποτέ. Η διανοητική (βλέπε φιλοσοφική) γνώση μπορεί να αποτελέσει την μόνη πραγματική απειλή για την καθεστηκυία πολιτικο-οικονομική τάξη. Εάν η ψυχή δεν είναι για τον Χέγκελ, όπως ήταν για τον Πλάτωνα (η έννοια της ψυχής είναι ένα κεντρικό σημείο στην πλατωνική φιλοσοφία, βλέπε ιδιαίτερα τους ορισμούς της ψυχής στον Αλκιβιάδη, το Φαίδωνα και τη Πολιτεία), παρά η εσωτερική μας ελευθερία για αυτοπροσδιορισμό (και κατ’επέκταση για αυτοπραγμάτωση), η εγελιανή μέθοδος προσφέρει το κλειδί για την κατανόηση της όποιας στράτευσής μας.

            Είναι προφανές πως η παρακάτω παρουσίαση της κριτικής – και κατά συνέπεια επαναστατικής – λειτουργίας της θεωρητικής σκέψης του Χέγκελ δεν είναι χωρίς προηγούμενο. Για την ακρίβεια, αποτελεί το κεντρικό μοχλό του βιβλίου του Χέρμπερτ Μαρκούζε, Λόγος και Επανάσταση (Herbert Marcuse, Raison et Révolution, Paris, Les Editions de Minuit, 1968 και σε ελληνική μετάφραση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Αθήνα, Εκδόσεις Ύψιλον, 1999). Η προσπάθειά μας εδώ να παρουσιάσουμε την εγελιανή διαλεκτική ως μοχλό μιας ενδεχόμενης επανάστασης θα περάσει από πολυάριθμες αναφορές σε τούτο το βιβλίο, και ειδικότερα από τον Πρόλογο που συνέταξε ο Μαρκούζε τον Μάρτιο του 1960, χωρίς να αποκλείονται αναφορές και στο υπόλοιπο έργο του Γερμανού φιλοσόφου. Το επιστημολογικό σχέδιο του Μαρκούζε ήταν η ανάπτυξη μιας κριτικής σκέψης, δηλαδή ενός καινούριου τρόπου σκέψης ικανού να μεταστρέφει σε ένα θεωρητικό επίπεδο τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις της κοινωνίας. Η μαρξική καταγωγή αυτού του σχεδίου είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς ο Μαρκούζε δε σταμάτησε ποτέ να αναζητά τις υποκειμενικές και τις αντικειμεινές συνθήκες για μια ριζική κοινωνική αλλαγή. Όμως, μία ανανέωση είναι απολύτως επιβαλλόμενη: η επανάσταση εξαρτάται από τη λειτουργική ενεργοποίηση του αρνητικού δυναμικού της κοινωνίας. Έτσι, η εγελιανή διαλεκτική αναδύεται ως η οργανωτική αρχή του τέλους της Ουτοπίας


Σκέψεις πάνω στην ιστορικότητα Ι

            Κάποιες εισαγωγικές διευκρινήσεις είναι απαραίτητες. Η φιλοσοφική θέση που υποστηρίζει την επανάσταση ως μία αναγκαιότητα ιστορική, εγγραμμένη στο εσωτερικό μίας αναπόφευκτης προόδου, προϋποθέτει μία πολύ συγκεκριμένη θεώρηση της Ιστορίας ως μίας κινητικότητας κατευθυνόμενης προς έναν καθορισμένο σκοπό. Η εμφάνιση αυτής της προσέγγισης είναι ο καρπός μίας στροφής που παρατηρείται στην αρχή του 19ου αιώνα και που συνδέεται με το όνομα του Χέγκελ. Αυτός απορρίπτει την καντιανή λογική για μια κριτική θεωρία της Ιστορίας. Σύμφωνα με τον Καντ, είναι η δική μας υποχρέωση ως ανθρώπων να νοηματοδοτούμε την Ιστορία, η οποία από μόνη της δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Είναι ακριβώς αυτή η ιδέα της «υποχρέωσης», το «πρέπει», που απορρίπτεται εξαρχής από την εγελιανή σκέψη. Για τον Χέγκελ, το νόημα της Ιστορίας είναι η πραγμάτωση – ή ακόμα καλύτερη η αυτοπραγμάτωση – του Πνεύματος, νοούμενο ως το Απόλυτο (το Απόλυτο ως Θεός κι ο Θεός ως το Απόλυτο, ο Χέγκελ δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να περάσει ως υλιστής και κατά συνέπεια χρησιμοποιεί το Θεό για να μιλήσει για το ανθρώπινο πνεύμα), δηλαδή η στιγμή της επιστροφής του Πνεύματος στον εαυτό του, όταν κι αποκτάει συνείδηση του ίδιου του του εαυτού. Η ιδέα αυτής της διαλεκτικής κίνησης ως μοχλός της Ιστορίας ασκεί τεράστια επιρροή στον Μαρξ και στη δική του θεωρία του ιστορικού υλισμού. Στη μαρξική φιλοσοφία, η Ιστορία παρουσιάζεται ως η διαδοχή διαφορετικών οικονομικών συστημάτων που θα καταλήξει σε μία αταξική κοινωνία μέσω και χάρη στην κομμουνιστική επανάσταση. Ο Μαρξ δίνει προτεραιότητα στις συγκεκριμένες, στέρεες συνθήκες του ιστορικού γίγνεσθαι και τελικά ασκεί κριτική στο Χέγκελ κατά της αποδοχής από τον τελευταίο της πιθανότητας για μια πραγμάτωση της διαλεκτικής κίνησης εντός του αστικού κράτους.

            Όμως, ας θυμηθούμε ότι το γίγνεσθαι είναι βασική έννοια για τον Χέγκελ. Η φιλοσοφία του αρθρώνεται γύρω από την ιδέα της προόδου, ακόμα κι αν αυτή η τελευταία συλλαμβάνεται ως εσωτερική κίνηση του πνεύματος, της συνείδησης, διχάζοντας έτσι τους αναγνώστες του Χέγκελ. Όπως γράφουν οι Ζακ Ντ’Οντ και Υβ Σουοντού, «η συνείδηση είναι σε τελική ανάλυση το όλον και οι σύγχρονοί του (σ.σ. του Χέγκελ) είχαν συλλάβει καλά αυτόν τον εσωτερικό ‘προοδευτισμό’, λίγο ως πολύ ειλικρινώς διατυπωμένο – άλλοι για να τον αποθεώσουν και να εμπνευστούν, άλλοι για να τρομάξουν και να τον καταδικάσουν». Αλλά, επιπρόσθετα αυτού του εξοστρακισμού της εξωτερικότητας και τις επακόλουθες συνέπειες στις κοινωνικοπολιτικές εφαρμογές της εγελιανής φιλοσοφίας, ένα ακόμα αμφίσημο στοιχείο αναδύεται: ο τελεολογικός χαρακτήρας της σύλληψης της Ιστορίας από τον Χέγκελ.

            Σύμφωνα με τον Μαρκούζε, είναι περισσότερο στη Λογική στην οποία πρέπει να ανατρέξουμε για να διαφωτίσουμε την οντολογική θεώρηση της ζωής και την ιστορικότητά της κατά τον Χέγκελ, και λιγότερο στη Φιλοσοφία της Ιστορίας («Για να γίνουν σαφείς οι συνδέσεις που σχεδιάσαμε πιο ψηλά, αποδείχτηκε αναγκαίο να προχωρήσουμε σε μια καινούρια ερμηνεία της Λογικής του Χέγκελ, διότι η παραδοσιακή ερμηνεία του Χέγκελ που επικρατούσε ήδη εντός της παλιάς σχολής αναζητούσε πριν από όλα τα θεμέλια της ιστορικότητας στα μαθήματα του Χέγκελ πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, που στην πραγματικότητα εξαφανίζουν ήδη ή προσπαθούν να παγώσουν τις ανακαλύψεις της Φαινομενολογίας του Πνεύματος και της Λογικής», Χέρμπερτ Μαρκούζε, Η οντολογία του Χέγκελ και η θεωρία της ιστορικότητας, Paris, Les Editions de Minuit, 1972, pp. 15-16, μετάφραση δική μου). Προσφάτως, μερικοί αναγνώστες του Γερμανού φιλοσόφου μετέθεσαν το κέντρο της ιστορικής του σκέψης από την κινητικότητα σε μία κάποια αδυναμία: «μετά από μία αληθινή ιστορική ρήξη, είναι απλά αδύνατο κάποιος να επιστρέψει στο παρελθόν, ή να προχωρήσει σα να μην έχει συμβεί τίποτα» (Σλάβοϊ Ζίζεκ, Less than nothing: Hegel and the shadow of dialectical materialism, London; New York, Verso, 2012, p. 193, μετάφραση δική μου). Έτσι, η πρόοδος στην εγελιανή σκέψη γίνεται αντιληπτή ως ένας μεσολαβητής που επιφέρει αμετάκλητες ρήξεις. Μετά από όλα τα ριζοσπαστικά ιστορικά γεγονότα, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε ένα στάδιο προγενέστερο. Όλα είναι αυτομάτως διαμεσολαβημένα από αυτήν την πρόοδο και δε γνωρίζουμε ποτέ τι πραγματικά μας περιμένει μπροστά. Σύμφωνα με τον Ζίζεκ, η σύλληψη της Ιστορίας από τον Χέγκελ είναι κάθε άλλο παρά τελεολογική. Αντιθέτως, είναι ενδεχόμενη, υπό αίρεση, το καινούριο εμφανίζεται αδιάλειπτα. Ταυτόχρονα, πρέπει να γνωρίσουμε το αποτέλεσμα προκειμένου να καταλάβουμε πραγματικά εκείνο που προηγήθηκε.

                  Ένα απόσπασμα από τη Φαινομενολογία του Πνεύματος διαφωτίζει σε κάποιο βαθμό αυτή τη διαδικασία:

«Διότι το Πράγμα δεν εξαντλείται στο Τέλος του, αλλά μέσα στην εκτέλεσή του, όπως και το αποτέλεσμα δεν είναι το όλον πραγματωμένο, άλλα συνδεδεμένο με το γίγνεσθαι του. Ο αυτοσκοπός δεν είναι παρά το άψυχο σύμπαν, όπως η τάση δεν είναι παρά ένα απλό βήμα που ακόμα στερείται της πραγμάτωσής του, και το απογυμνωμένο αποτέλεσμα δεν είναι παρά το πτώμα που εκείνο άφησε στο διάβα του» (Χέγκελ, Η Φαινομενολογία του Πνεύματος, Paris: Editions Gallimard, 1993, p. 70, μετάφραση δική μου).

Εδώ ανακοινώνεται ο βασικός χαρακτήρας της εγελιανής διαλεκτικής : ούτε ο σκοπός, ούτε το αποτέλεσμα δεν έχουν καμία αξία για τον εαυτό τους, μέσα στην μονομέρειά τους, αλλά πρέπει να τα εγγράψουμε στο εσωτερικό μίας διαδικασίας που τα κάνει να είναι αυτό που είναι. Είναι για μία ακόμα φορά το γίγνεσθαι που συνιστά τον κεντρικό και θεμελιώδη όρο.



Η στιγμή της άρνησης της άρνησης : η φιλοσοφία ως όπλο

            Εάν ο εγελιανισμός ερμηνεύει την Ιστορία ως μία πρόοδο, πρόκειται για ένα μονοπάτι που μας οδηγεί, βήμα-βήμα, προς την ελευθερία του ανθρώπου. Η επίδρασή του υπήρξε προφανής στην κριτική θεωρία του 20ου αιώνα, προερχόμενη από το Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης, καθώς οι έννοιες της ελευθερίας και της χειραφέτησης αποκτούν κεντρικό ρόλο στο έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε, του Τέοντορ Αντόρνο και του Μαξ Χορκχάιμερ (βλέπε, φυσικά, κυρίως τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού των δύο τελευταίων). Ο Μαρκούζε στοχεύει σε μία επιστροφή στην εγελιανή σκέψη τονίζοντας παράλληλα τη σημασία της άρνησης μέσα στη διαλεκτική κίνηση. Σε αυτό το σημείο, οι πρώτες φράσεις του προλόγου στο Λόγος και επανάσταση είναι εύγλωττες : « Το βιβλίο αυτό γράφτηκε με την ελπίδα ότι θ’αποτελούσε ίσως μια μικρή συμβολή στην αναγέννηση όχι του Χέγκελ, αλλά μιας πνευματικής δύναμης που κινδυνεύει να χαθεί : της δύναμης της αρνητικής σκέψης » (από την μετάφραση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου).

            Ας υπογραμμίσουμε εδώ ότι η διαλεκτική, σύμφωνα με τον Χέγκελ, είναι κατ’ουσίαν θετική, ακόμα κι αν το « θετικό » εμφανίζεται υπό την μορφή μιας άρνησης της άρνησης (είναι ακριβώς αυτή η μακρά διαδρομή ως το « θετικό » που γίνεται το πεδίο της κριτικής του Χέγκελ από τον Φόυερμπαχ και τον Μαρξ : « Η μεγάλη συμβολή του Φόυερμπαχ είναι το ότι […] έθεσε το θετικό που βασίζεται στον εαυτό του και που είναι θετικά ορισμένο από τον εαυτό του ενάντια στην άρνηση της άρνησης που υποκρίνεται πως είναι το απόλυτο θετικό», Καρλ Μαρξ, Χειρόγραφα του 1844, Paris: Flammarion, 1996, p.160, μετάφραση δική μου). Σε αυτή τη διαδικασία, το « αρνητικό » χρησιμεύει ως πέρασμα σε μία καινούρια σύνθεση. Έτσι, η κεντρική θέση που ο Μαρκούζε, όπως άλλωστε κι ο Αντόρνο (βλέπε ιδιαίτερα Αντόρνο, La Dialectique Négative, Paris, Payot, 1978), προσδίδουν στην άρνηση μπορεί να μοιάζει παράδοξη με μια πρώτη ματιά, εάν δεν λαμβάνουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες του ιστορικού πλαισίου για τον κάθε φιλόσοφο. Η προώθηση της άρνησης αποκαλύπτεται ως μια φιλοσοφική και πολιτική απαίτηση του 20ου αιώνα, στην

«εμπειρία ενός κόσμου μέσα στον οποίο το μη λογικό γίνεται λογικό και, σαν τέτοιο, καθορίζει τα γεγονότα - ενός κόσμου μέσα στον οποίο η ανελευθερία είναι η προϋπόθεση της ελευθερίας, και ο πόλεμος ο εγγυητής της ειρήνης» (Μαρκούζε, Λόγος και επανάσταση, σελ. 9, μετάφραση Λυκιαρδόπουλου).

Όμως, η επιστροφή στο Χέγκελ δεν ήταν μια επιλογή αφηρημένη για τον Μαρκούζε. Πριν αναπτύξει τη θεωρία της διαλεκτικής, ο Χέγκελ είχε διασώσει τη φιλοσοφική σκέψη από την απαξίωση υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, την κοινωνικοπολιτική της αποστολή. (Άλλωστε, ο Χέγκελ δεν ήταν αδιάφορος προς την πολιτική επικαιρότητα της εποχής του. Αντιθέτως, επηρεάστηκε σφόδρα από τη Γαλλική επανάσταση που ξέσπασε στην περίοδο της νιότης του. Ήταν ακριβώς το γεγονός που απελευθέρωσε ένα προβληματισμό γύρω από την πολιτική φόρμα και τη σχέση της με την κοινωνική οργάνωση. Στη συνέχεια, ο Χέγκελ εργάστηκε ως παιδαγωγός σε μία αριστοκρατική οικογένεια και εκεί είχε την ευκαιρία να βιώσει από κοντά την κυριαρχία που μία τάξη, κατ’ουσίαν απαίδευτη, ασκούσε πάνω σε μία άλλη. Αυτή η προβληματική της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο επανέρχεται ευθέως στον Μαρκούζε.)

            Από την αρχή του έργου του, ο Χέγκελ προσπαθεί να απορρίψει τον περιορισμό που ο Καντ επέβαλε στη φιλοσοφία. Ο τελευταίος διαχώριζε ξεκάθαρα τη σκέψη και τη γνώση. Κατά τον Καντ, δεν υπάρχει διανοητική γνώση, μόνο αισθητηριακή γνώση. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τα ίδια τα πράγματα. Μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα φαινόμενα, δηλαδή το πως τα πράγματα δίνονται σε εμάς. Η φιλοσοφία για τον Καντ δεν υπάρχει προκειμένου να γνωρίσουμε τα πράγματα, αυτός είναι αντίθετα ο ρόλος των επιστημών. Ο φιλόσοφος δεν μπορεί να επιφέρει παρά μόνο τη γνώση της γνώσης των πραγμάτων, δηλαδή μία γνώση της δυνατότητας των ανθρώπων να γνωρίζουν. Έτσι, μπορούμε να ορίσουμε την καντιανή φιλοσοφία ως ένα φορμαλισμό, αφού ο Καντ ενδιαφέρεται μόνο για τη φόρμα του γνωρίζειν, όχι για το περιεχόμενο που, κατά την άποψή του, ανήκει αποκλειστικά στις επιστήμες. Ο Χέγκελ αγωνίζεται ενάντια στον Καντ και στον πρόλογο της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών στην έκδοση του 1827, η θέση του είναι ξεκάθαρη: «Αυτό για το οποίο εργάστηκα κι εργάζομαι στις φιλοσοφικές μου προσπάθειες, είναι η επιστημονική γνώση της αλήθειας» (Χέγκελ, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, Paris: Librairie Philosophique J. Vrin, 2012, p. 50, μετάφραση δική μου). Η αντίθεση του Χέγκελ στον Καντ είναι μετωπική: όχι μόνο δηλώνει πως αντικείμενο της φιλοσοφίας του είναι η γνώση της αλήθειας, στοχεύει επιπλέον να αναδείξει τη φιλοσοφία σε μία επιστήμη. Εδώ, επανερχόμαστε στον Πλάτωνα, μεγάλη άλλωστε επιρροή στην εγελιανή σκέψη, ο οποίος απέρριπτε την αισθητηριακή και συναισθηματική γνώση των πραγμάτων προκειμένου να φτάσουμε στο Λόγο. Έτσι, ο Χέγκελ συνεχίζει κι ολοκληρώνει τον προσδιορισμό της Φιλοσοφίας, που ξεκίνησαν οι Έλληνες διανοητές, σύμφωνα με τον οποίο ο Λόγος αποκαλύπτει μέσω του ίδιου του του εαυτού την αυτοπραγμάτωσή του.

            Πιστός σε αυτήν την εγελιανή θέση, ο Μαρκούζε αναλαμβάνει το εγχείρημα μίας επανεκτίμησης της φιλοσοφίας, χωρίς να αγνοεί την απαίτηση για μία επανενεργοποίηση της κριτικής στροφής στη θεωρητική σκέψη. Στα μέσα του 20ου αιώνα, υπό το σοκ της βαρβαρότητας κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο με την καταστροφική συμβολή της τεχνολογίας, η προτεραιότητα δεν ήταν η ανάδειξη της φιλοσοφίας σε επιστήμης (όπως συνέβαινε στην εποχή του Χέγκελ), αλλά η απομάκρυνσή της από έναν θετικισμό για τα καλά πλέον συνδεδεμένο με μια ανήκουστη ανθρωπιστική καταστροφή.

«Αυτός ο κόσμος αντιφάσκει με τον εαυτό του. Η κοινή λογική και η επιστήμη καθορίζονται από αυτήν την αντίφαση - αλλά η φιλοσοφική σκέψη αρχίζει από την αναγνώριση ότι τα γεγονότα δεν αντιστοιχούν στις έννοιες που επιβάλλονται από την κοινή λογική και τον επιστημονικό λόγο – αρχίζει, δηλαδή, από την άρνησή της να τις αποδεχτεί. […] είναι και μία κριτική της δεδομένης κατάστασης πάνω στις δικές της λογικές βάσεις – μια κριτική του κατεστημένου συστήματος ζωής που αρνείται τις ίδιες του τις υποσχέσεις και δυνατότητες.» (Μαρκούζε, Λόγος και επανάσταση, σελ. 9, μετάφραση Λυκιαρδόπουλου).


Ο Μαρξ, στην προσπάθειά του να σώσει την εξωτερικότητα που η εγελιανή διαλεκτική συντρίβει, ασκούσε κριτική στο Χέγκελ για το ότι περιθωριοποίησε τον στοχαστή από τη δράση προς την αλλαγή του κόσμου. («Το μόνο που έκαναν οι φιλόσοφοι ήταν να ερμηνεύουν τον κόσμο με διαφορετικούς τρόπους, αλλά αυτό που προέχει είναι να τον αλλάξουμε», Μαρξ, Θέσεις πάνω στο Φόυερμπαχ, Paris, Editions Sociales, 1982, p. 54, μετάφραση δική μου). Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο Χέγκελ αφήνει τον στοχαστή, το φιλόσοφο στα ...βάθη της σκέψης του. Δεν είναι ένα δρων υποκείμενο – στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να τον θεωρήσουμε ως θεατή. Η ανάγνωση του Χέγκελ από τον Μαρκούζε είναι αρκετά διαφορετική σε αυτό το σημείο:

«Η σκέψη ‘αντιστοιχεί’ στην πραγματικότητα, μόνο καθόσον την μεταμορφώνει, κατανοώντας την αντιφατική της δομή. Εδώ η αρχή της διαλεκτικής οδηγεί τη σκέψη πέραν των ορίων της φιλοσοφίας. Διότι το να κατανοεί την πραγματικότητα σημαίνει να κατανοεί τι πράγματι είναι τα πράγματα, κι αυτό εν συνεχεία σημαίνει να απορρίπτει το απλό γεγονός. » (Μαρκούζε, Λόγος και επανάσταση, σελ. 11, μετάφραση Λυκιαρδόπουλου).

Έτσι, ο αγώνας του Χέγκελ εναντίον του Καντ βρίσκει την απήχησή του, πάνω από έναν αιώνα μετά, σε μια θεωρία κατευθυνόμενη από μία ισχυρή απαίτηση για ανθρώπινη ελευθερία:

«Ενώ η επιστημονική μέθοδος οδηγεί από την άμεση εμπειρία των πραγμάτων στη μαθηματικο-λογική τους δομή, η φιλοσοφική σκέψη οδηγεί από την άμεση εμπειρία της ύπαρξης στην ιστορική της δομή: στην αρχή της ελευθερίας.» (Μαρκούζε, Λόγος και επανάσταση, σελ. 11, μετάφραση Λυκιαρδόπουλου).



Σκέψεις πάνω στην ιστορικότητα ΙΙ : η επαναστατική στράτευση ως «υποχρέωση», ένα όριο στην εγελιανή διαλεκτική;

            Υπάρχει όμως ένα ακόμα χτύπημα που ο Χέγκελ επέφερε στην καντιανή λογική, χτύπημα που αποδεικνύεται πολύ πιο κρίσιμο για την προβληματική μας εδώ περί επαναστατικής δράσης. Πρόκειται για την αμφισβήτηση των κατηγοριών του «πρέπει να κάνουμε» και του «πρέπει να είμαστε», που εισήγαγε ο Καντ στη φιλοσοφική σκέψη. Η απάντηση του Χέγκελ ήταν αποφασιστική:

« […] τίποτε άλλο παρά η αποκατάσταση αυτού του περιεχομένου που αποτελεί το απόλυτο, πέραν του οποίου η σκέψη πριν από όλα αγωνίστηκε να πάει και να τοποθετηθεί, αλλά μία αποκατάσταση μέσα στο στοιχείο το πιο καθαρό, το πλέον ελεύθερο, του πνεύματος ». (Χέγκελ, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, σελ. 50, δική μου μετάφραση)

Το ερώτημα του «πρέπειν» δεν τίθεται καν για τον Χέγκελ, αφού το σύστημά του είναι ουσιαστικά μονιστικό. Στον πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου, γράφει: «Αυτό το οποίο είναι λογικό είναι πραγματικό και αυτό που είναι πραγματικό είναι λογικό» (Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, Paris, Presses Universitaires de France, 1998, p. 84, μετάφραση δική μου). Αυτή η φράση, θεμελιώδης για την απόρριψη της καντιανής έννοιας του «πρέπει να είμαστε», γέννησε έριδες κι αντιπαραθέσεις, πολύ συχνά βίαιες. Ο Χέγκελ κατηγορήθηκε για μια στάση υποταγής στην κοινωνικοπολιτική καθεστηκυία τάξη. Ο «νέος» Μαρξ (σύμφωνα με την κατηγοριοποίησή του που εισήγαγε ο Αλτουσσέρ), έχοντας έτσι κι αλλιώς επιδοθεί σε μία ευρύτερη κριτική της εγελιανής σκέψης, ήταν ιδιαίτερα καυστικός:

«Ο Χέγκελ πάει μέχρι την υποταγή. Τον βλέπουμε τελείως μολυσμένο από την μίζερη αλαζονεία της προύσικης γραφειοκρατείας, η οποία μέσα στη στενότητα του πνεύματός της αγναντεύει την αυτοπεποίθηση της (υποκειμενικής) γνώμης του λαού. Παντού εδώ το Κράτος ταυτίζεται για τον Χέγκελ με την ‘κυβέρνηση’.» (Μαρξ, Œuvres Philosophiques, Paris, A. Costes, 1927-1947, p. 254, δική μου μετάφραση)

Όμως, για να κατανοήσουμε καλύτερα τη φράση του Χέγκελ, όντως ιδιαιτέρως αμφίσημη, πρέπει να επιστρέψουμε σε μία θεμελιώδη ταυτότητα που κατοικεί τη φιλοσοφία του: εκείνη ανάμεσα στο είναι και τη σκέψη. Έτσι, η διαλεκτική για τον Χέγκελ δεν είναι μόνο συστατική του γίγνεσθαι της σκέψης, αλλά επίσης του γίγνεσθαι της πραγματικότητας. Αυτό το οποίο είναι λογικό είναι πραγματικό, ακριβώς επειδή αυτό που είναι περιλαμβάνει επίσης και σε κάθε στιγμή τη δυνατότητα της άρνησής του. Προφανώς, πριν φτάσει σε αυτήν τη συνειδητοποίηση, το Πνεύμα πρέπει πρώτα να φτάσει στην αυτοπραγμάτωσή του. Η σκέψη πρέπει να ξεπεράσει όλες τις αντιφάσεις και να φτάσει από την θέση στην άρνηση, κι από αυτήν την άρνηση στην άρνηση της άρνησης. Σε αυτό το σημείο, ο προβληματισμός μας πάνω στην ιστορικότητα επανέρχεται: η φιλοσοφία παρουσιάζεται ως η κατανόηση της – παρελθούσας – Ιστορίας. Με άλλα λόγια, πρέπει να γνωρίσουμε το αποτέλεσμα για να εξηγήσουμε αυτό το οποίο προηγήθηκε.  

            Στη διδακτορική του διατριβή, μία από τις πρώτες απόπειρές του να αναμετρηθεί με την εγελιανή κληρονομιά, ο Μαρκούζε επικεντρώνεται στο ερώτημα της ιστορικότητας.

«Η ιστορικότητα είναι ο τίτλος εκείνου που καθορίζει και συγκεντρώνει την ‘Ιστορία’ ως τέτοια (σε διάκριση για παράδειγμα της ‘Φύσης’ ή της ‘Οικονομίας’). Η ιστορικότητα υποδεικνύει το νόημα αυτού στο οποίο στοχεύουμε όταν λέμε για κάτι: είναι ιστορικό -, υποδεικνύει το νόημα αυτού του ‘είναι’, το νόημα του ιστορικού είναι. Έτσι, το πρόβλημα για το ιστορικό, είναι ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίον είναι. Δεν πρόκειται για την ιστορία ως επιστήμη ή ως αντικείμενο επιστήμης, αλλά για την ιστορία ως τρόπος του είναι. Αφορά τη διερεύνηση αυτού του είναι στη βάση του γίγνεσθαί του, στη βάση της κινητικότητάς του.» (Χέρμπερτ Μαρκούζε, Η οντολογία του Χέγκελ και η θεωρία της ιστορικότητας, σελ. 13, δική μου μετάφραση).

Έτσι, η προβληματική της ιστορικότητας αποκτάει μια κρίσιμη σημασία και βρίσκει την εξήγησή της, σύμφωνα με τον Μαρκούζε, στη διεκδίκηση της γνώσης μέσω της φιλοσοφίας στο Χέγκελ.

            Για τον τελευταίο, η γνώση περιλαμβάνει όλες τις δυναμικές διαδικασίες που υποστηρίζουν όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, δηλαδή τα πράγματα όπως τα ίδια δίνονται σε εμάς. «Δυναμικές» εδώ σημαίνει, πριν από όλα, «μη παθητικές» και «μη στατικές». Στο βάθος του, ο εγελιανός ιδεαλισμός είναι η κίνηση εκείνου που πραγματοποιεί τα πράγματα ενώ ταυτόχρονα αυτοπραγματώνεται. Συλλαμβάνει λοιπόν τη δράση, αναπτύσει την ενεργητική διάσταση του Υποκειμένου (αυτή η «ενεργητική» πλευρά της εγελιανής σκέψης θα αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη στο Μαρξ, ο οποίος θα προσπαθήσει ένα είδος συμβιβασμού ανάμεσα στο σκεφτόμενο – βλέπε παθητικό – υλισμό του Φόυερμπαχ και τον ενεργητικό ιδεαλισμό του Χέγκελ). Η σκέψη είναι εξαρχής η αυτοπαραγωγή του σύμπαντος, δηλαδή το σύμπαν ως τέτοιο.

«Η σκέψη, ως δραστηριότητα, είναι κατά συνέπεια το σύμπαν που δρα, και, ακόμα πιο σωστά, το σύμπαν που αυτοπαράγεται μέσα στη δράση του και, ως αποτέλεσμα, αυτό που παράγεται είναι ακριβώς το σύμπαν.» (Χέγκελ, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, σελ. 110, μετάφραση δική μου).

Εάν αναλύσουμε την εκδήλωση της ολότητας, δηλαδή του σύμπαντος, μέσα στις αναπαραστάσεις στις οποίες έχουμε πρόσβαση με τις άλλες διεργασίες, πλην της σκέψης (διαίσθηση, φαντασία, κτλ.), θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο έννοιες που επανέρχονται με σταθερό ρυθμό: την κίνηση και την ενότητα.

            Αυτές οι δύο έννοιες εγγράφονται σε μία βασική ιδέα του Χέγκελ σύμφωνα με την οποία δεν μπορούμε ποτέ να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο κι αντικείμενο, αφού το ένα είναι μέρος του άλλου. Η σχηματοποίηση του δυισμού «υποκείμενο-αντικείμενο», την οποία υποστήριζε ο Καντ, είναι εντελώς απορριπτέα από τον Χέγκελ (ο οποίος δεν ήταν ο πρώτος που έγραψε για την ταυτότητα υποκειμένου-αντικειμένου, μιας και τόσο ο Φίχτε όσο κι ο Σέλινγκ προηγήθηκαν στην προσπάθειά τους να λύσουν το θεμελιώδες πρόβλημα που έθεσε ο Καντ πάνω στη δυνατότητα μιας διανοητικής γνώσης).

«Η διαλεκτική σκέψη ακυρώνει την a priori αντίθεση αξίας και γεγονότος, συλλαμβάνοντας όλα τα γεγονότα ως φάσεις μιας και μόνης διαδικασίας – μιας διαδικασίας κατά την οποία υποκείμενο και αντικείμενο είναι τόσο ενωμένα, ώστε η αλήθεια να μην μπορεί να ορίζεται, παρά μόνο μέσα στην ολότητα υποκείμενο-αντικείμενο. Όλα τα γεγονότα ενσωματώνουν τον γνωρίζοντα, καθώς και τον πράττοντα. Μεταφράζουν συνεχώς το παρελθόν σε παρόν. Έτσι, τα αντικείμενα ‘περιλαμβάνουν’ την υποκειμενικότητα στην ίδια τη δομή τους.» (Μαρκούζε, Λόγος και επανάσταση, σελ. 10, μετάφραση Λυκιαρδόπουλου).

Κατά συνέπεια, η αλήθεια, η αγνή Ιδέα, εκδηλώνεται μέσα στην ενοποιητική της κινητικότητα. Είναι το αντικείμενο της φιλοσοφίας το να κατασκευάζει, ή ορθότερα να ανακατασκευάζει, το απόλυτο, δηλαδή να κατανοήσει την αγνή Ιδέα. Η αναγκαιότητα αυτού του αντικειμένου εμφανίζεται ακόμα μεγαλύτερη, ακριβώς επειδή η φιλοσοφία βρίσκεται κάθε φορά μέσα σε μία συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη, σε μία ιστορική στιγμή που είναι μάρτυρας πολυάριθμων και διαφορετικών εκδηλώσεων της Ιδέας. Ο Χέγκελ, ενώπιον της ιστορικής συνθήκης εντός της οποίας βρισκόταν η δική του φιλοσοφική σκέψη, επεξεργάστηκε μια καινούρια έννοια του είναι, ενάντια στους ορισμούς του Καντ. Όπως υπογραμμίζει ο Μαρκούζε, για τον Χέγκελ

«η θεμελιώδης σημασία του είναι που ορίζει εξαρχής την έννοια του είναι είναι η καταγωγική ενότητα των αντιθέσεων ανάμεσα στην ‘υποκειμενικότητα’ και την ‘αντικειμενικότητα’ (είναι για το είναι, συνείδηση και είναι μέσα στο είναι, είναι ως αντικείμενο). Στο βαθμό που ο Χέγκελ αντιλαμβάνεται αυτήν την ενότητα ως ενότητα ενοποιητική και τη συλλαμβάνει ως γίγνεσθαι του είναι, η κινητικότητα αναδύεται ως θεμελιώσης χαρακτήρας του είναι.» (Χέρμπερτ Μαρκούζε, Η οντολογία του Χέγκελ και η θεωρία της ιστορικότητας, σελ. 16, δική μου μετάφραση).

Εξάλλου, ο Χέγκελ καταφεύγει σε μία συμβολική περιγραφή αυτής της σχηματοποίησης:

«Εάν το έμβρυο είναι όντως άνθρωπος εν αυτώ, δεν είναι όμως δι’αυτώ. Δι’αυτώ δεν είναι παρά μόνο ως καλλιεργούμενη λογική που γίνεται αυτό που είναι εν αυτώ. Εκεί έγκειται μόνο η πραγματικότητά του.» (Χέγκελ, Φαινομενολογία του Πνεύματος, σελ. 84, δική μου μετάφραση).

            Έτσι, ακολουθώντας τη θεωρία του Χέγκελ, η ιστορικότητα δεν αποδίδεται πλέον σε ένα υποκείμενο νοούμενο ως το αντίθετο του αντικειμένου, αλλά στην ολότητα του είναι, δηλαδή στην ολότητα της σκέψης. Σε αυτό το σημείο, η ερώτηση που επιβάλλει εαυτόν είναι εάν η ιστορία με την αυτοπραγμάτωσής της σταματά. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε εδώ τη διατύπωση της μαρξικής θεωρίας: το προλεταριάτο αυτοκαταργείται καταργώντας τη μπουρζουαζία, το Κράτος που γίνεται προλεταριακό υπεισέρχεται αυτόματα στην αυτοκαταστροφή του την πρώτη μέρα της έλευσής του, κτλ. Ο Μαρξ διεύρυνε την εγελιανή σκέψη «διασχίζοντας τα σύνορα» του καπιταλιστικού συστήματος και συγκεκριμενοποιώντας με όρους κοινωνικο-οικονομικούς την ιστορική αναγκαιότητα που οδεύει προς την ελευθερία του ανθρώπου. Αλλά πριν φτάσουμε σε αυτή τη χειραφέτηση, σύμφωνα με τον Χέγκελ, πρέπει το πνεύμα να συνειδητοποιήσει το πεπρωμένο του και να σβήσει την αποξένωσή του. Πρέπει η συμφιλίωση, μοχλός της εγελιανής διαλεκτικής, να λάβει χώρα. Όμως, η πραγματικότητα που μας περιβάλλει, αυτός ο διχασμένος κόσμος, που τον διατρέχουν κάθε λογής ανταγωνισμοί και διπολικότητες (το καλό και το κακό, το πνεύμα και η ύλη, η ψυχή και το σώμα, κτλ.), δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική αναγκαιότητα που υποστήριζε ο Χέγκελ. Η υποχώρησή μας προς τη καντιανή διατύπωση του «πρέπει να κάνουμε» εξηγείται από τη φυσιολογική συνειδητοποίηση της επικρατούσας αποξένωσης στις κοινωνίες μας κι από την αναζήτηση μιας ιδρυτικής αρχής για τη δική μας πολιτική, βλέπε επαναστατική, στράτευση.

            Πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η καντιανή διάκριση ανάμεσα στο είναι και το πρέπει να είναι προϋποθέτει έναν καθαρό κι απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στο αληθινό και το ιδεατό. Ο Χέγκελ δε σταματάει ούτε στιγμή να ασκεί κριτική σε αυτό το σχήμα του Καντ. Ταυτόχρονα, όμως, δεν υποστηρίζει μια απλοϊκή κι αφελή ταυτότητα του αληθινού με το ιδεατό. Το ιδεατό δεν είναι το αληθινό όπως μας περιβάλλει μέσα στις αναπαραστάσεις με τις οποίες αναμετριόμαστε κάθε μέρα. Πάραυτα, ακόμα κι αυτό το αληθινό συμμετέχει του ιδεατού διότι περιλαμβάνει τη δυνατότητα της πραγμάτωσης του ιδεατού. Για μία ακόμη φορά επισημαίνουμε πως το κεντρικό σημείο για τον Χέγκελ είναι η αποδοχή πως δεν υπάρχει τίποτα πέραν του Απόλυτου ως ολότητα του είναι. Το πεπερασμένο συμμετέχει στο άπειρο και το άπειρο περιλαμβάνει το πεπερασμένο, διαφορετικά δε θα μπορούσε ποτέ να είναι το άπειρο ως τέτοιο. Εξάλλου, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ένα πεπερασμένο πράγμα αν δεν το επανεγγράψουμε στη σχέση του με το άπειρο. Εμείς, οι άνθρωποι, δεν είμαστε ποτέ αποχωρισμένοι από το Απόλυτο, συμμετέχουμε σε αυτό. Ο παράδεισος είναι εδώ και τώρα. Οι απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που αφορούν την επανάσταση (πώς; πότε; από ποιον;) βρίσκονται σε αυτό το σημείο της εγελιανής θεωρίας. Άλλωστε, κατά τον Χέγκελ, «δεν υπάρχει τίποτα στη σκέψη, που δεν ήταν ήδη στην αίσθηση, στην εμπειρία» (Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, σελ. 95, δική μου μετάφραση). Ακόμα παραπέρα, εάν ισχύει και το αντίστροφο, εάν δεν υπάρχει τίποτα στην εμπειρία που να μην ήταν ήδη πριν στη σκέψη μας, εάν δηλαδή εμείς (το ανθρώπινο πνεύμα) είμαστε η αιτία των πραγμάτων, η ιδρυτική αρχή όλου του κόσμου, τότε ένας νέος τρόπος να συλλάβουμε την ευθύνη της επαναστατικής μας στράτευσης αναδύεται.

            Πάραυτα, είναι αλήθεια πως η επικαιρότητα παραμένει «καυτή»: βλέπουμε τριγύρω μας, στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της ύπαρξής μας, μια αποτυχία της αυτοπραγμάτωσης του Πνεύματος. Βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στο ενδιάμεσο στάδιο όπου η Ιδέα εξωτερικεύεται, αντικειμενικοποιείται και αγνοεί εαυτόν. Η επιβεβαίωση της διαλεκτικής κίνησης στην καθημερινή μας ζωή μας ζητά να αποδεχτούμε μία αποξένωση που μοιάζει αναπόφευκτη. Η μαρξιστική φιλοσοφία, πραγματοποιώντας το πέρασμα από την εγελιανή φιλοσοφία στην κοινωνική θεωρία, έδωσε μια νέα μορφή σε αυτά τα ερωτήματα. Όταν ο Μαρξ μιλούσε για τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος οι οποίες θα το οδηγήσουν στη φυσική του καταστροφή (δηλαδή στην αυτοκαταστροφή του), έθετε μία εγελιανή αναγκαιότητα. Περισσότερο από 150 χρόνια μετά, συνειδητοποιούμε ότι αυτή η αναγκαιότητα απέχει πολύ από την πραγμάτωσή της. Μέσα στην αγωνία μας να εξηγήσουμε την αποτυχία της διαλεκτικής κίνησης και προκειμένου να συλλάβουμε τις πρακτικές συνθήκες της στράτευσής μας, καταλήγουμε στην επαναεισαγωγή της καντιανής έννοιας του «πρέπειν».

            Ο Χέγκελ μας προτείνει ακόμα μία απάντηση σε αυτό, μένοντας ταυτόχρονα πιστός στην ιδέα του περί φυσικής κίνησης των πραγμάτων. Θέτει μία διαφορά εξαιρετικά απλή ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο προκειμένου να αποδείξει ότι η συμφιλίωση (κι άρα η απελευθέρωση) δεν είναι μόνο εφικτή, αλλά κι αναπόφευκτη. Όλα, λοιπόν, τα υπόλοιπα όντα είναι εκδηλώσεις της αγνής Ιδέας καθώς αυτή αντικειμενικοποιείται και, κυρίως, αγνοεί εαυτόν. Άρα, παραμένουν παγιδευμένα στη στιγμή της άρνησης (δηλαδή της πρώτης άρνησης στο σχήμα της εγελιανής διαλεκτικής, όχι στην άρνηση που επιδιώκουν να επαναφέρουν οι Μαρκούζε κι Αντόρνο). Αντίθετα, ο άνθρωπος έχει την ιδιαιτερότητα του να συμμετέχει στη στιγμή όπου το Πνεύμα συνειδητοποιεί τον εαυτό του, δηλαδή στη στιγμή της άρνησης της άρνησης. Η ιδέα μας περί «πρέπειν», ως ανθρώπων, δεν είναι τίποτα άλλο από μία (απ)αίτηση πρόσβασης στη γνώση μέσω της επιστροφής της σκέψης στον εαυτό της, δηλαδή στη χειραφέτησή της από το στάδιο της αποξένωσης όπου η αφηρημένη Ιδέα βρίσκεται εγκλωβισμένη μέσα στις αναπαραστάσεις. Εκεί ακριβώς, μια συγκεκριμένη ιστορική σκοπιμότητα κατοικεί, είναι η ελευθερία του ανθρώπου

-->
H φιλοσοφία ως ενότητα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη

            Προκειμένου να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα, πρέπει οπωσδήποτε να καταφύγουμε στη φιλοσοφική σκέψη που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παθητική: είναι το σύμπαν που δρα.

«Η διαφορά ανάμεσα στην αναπαράσταση και τη σκέψη έχει την πλέον άμεση σημασία, διότι μπορούμε να πούμε με γενικό τρόπο πως η φιλοσοφία δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μετατρέπει τις αναπαραστάσεις σε σκέψεις» (Χέγκελ, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, σελ. 112, δική μου μετάφραση).

Με άλλα λόγια, η φιλοσοφική σκέψη ενεργοποιεί την κίνηση του ατομικού προς το συμπαντικό, δηλαδή την κίνηση προς τη χειραφέτηση και την ελευθερία. Παρά τις κατηγορίες του Μαρξ για έναν θεωρητικό ιδεαλισμό, βρίσκουμε στην εγελιανή σκέψη μια βαθύτατη ενότητα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Ο Μαρκούζε το αναγνωρίζει και το επιβεβαιώνει ευθέως: «Ακόμη και οι πιο αφηρημένες και πιο μεταφυσικές έννοιες του Χέγκελ είναι διαποτισμένες από την εμπειρία» (σελίδα 9, μετάφραση Λυκιαρδόπουλου). Ο Χέγκελ αρνείται κατηγορηματικά να εγκλωβιστεί σε έναν σολιψισμό της σκέψης. Προσπαθεί να εξασφαλίσει την αντικειμενικότητα της σκέψης (η έρευνα πάνω στη σχέση ανάμεσα στη σκέψη και τα αντικείμενα, στο σκέπτεσθαι και το είναι, καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα στο εισαγωγικό κεφάλαιο της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών). Έχουμε να κάνουμε με τα ίδια τα πράγματα, μέσα στην ατομικότητά τους. Προφανώς, μέσα στα ίδια τα πράγματα, αυτό που είναι σημαντικό είναι η συμπαντικότητα. Η ατομικότητα έχει μια αξία ως συμμέτοχη της συμπαντικότητας.

            Έτσι, ο Χέγκελ πραγματοποιεί μία μελέτη πάνω στη σχέση σκέψης κι αντικειμενικότητας. «Αυτή η επιστήμη θεωρούσε τις κατηγορίες της σκέψης ως θεμελιώδεις κατηγορίες των πραγμάτων» (Χέγκελ, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, σελ. 118, δική μου μετάφραση). Από αυτή τη σκοπιά, εξετάζει διαδοχικά τη λεγόμενη «αφελή» μεταφυσική, τον εμπειρισμό και, τελικά, την άμεση γνώση, ως τις θέσεις που ακρωτηριάζει το συγκεκριμένο, πριν φτάσουν στο συμπέρασμά τους. Μόνο η διαλεκτική καταφέρνει να ξεπεράσει την μονομέρεια. Κάθε μονομερής διατύπωση περιλαμβάνει αναγκαστικά την άρνηση των άλλων. Δεν προφέρει λανθασμένες θέσεις, αλλά θέσεις μόνο μερικά αληθινές. Αντίθετα, η διαλεκτική είναι ακριβώς η προσπάθεια να διατηρηθεί το στοιχείο της διαμεσολάβησης χωρίς να αποσβήνεται η αμεσότητα. Η διαλεκτικά σηματοδοτεί την ενότητα της αμεσότητας με τη διαμεσολάβηση. Σύμφωνα με τη διάσημη εγελιανή διατύπωση, είναι η ταυτότητα της ταυτότητας και της μη ταυτότητας [I = I (I + NI)].

            Αλλά, όπως το έχουμε ήδη καταδείξει, πέραν αυτής της ενότητας, ένα δεύτερο κεντρικό σημείο αναδύεται, η κινητικότητα του είναι. Το είναι δεν είναι ποτέ στατικό. Έχει εντός του την αρχή του να γίνεται άλλο. Το γνωστό παράδειγμα του καταρράκτη είναι εύγλωττο: το είναι είναι πάντα άλλο μα πάντα ίδιο. Το είναι γίνεται. Έτσι, η αποστολή της διαλεκτικής συνίσταται στη σύλληψη της συνεισφοράς του μη-ίδιου ως εκείνου που κινητοποιεί το ίδιο για να περάσει σε μια νέα ταυτότητα. Η αλήθεια είναι πάντα εν κινήσει. Οι παγιωμένες αντιθέσεις (όμορφο-άσχημο, καλό-κακό, κτλ.), δηλαδή οι μανιχαϊστικές θεωρήσεις, είναι ολότελα ανεπαρκείς μπροστά στην πραγματικότητα. Έχουμε ανάγκη να συλλάβουμε αυτήν την ασταμάτητη κίνηση ως το πέρασμα από το ένα στοιχείο στο άλλο, από εκείνο που είναι σε εκείνο που δεν είναι, κίνηση που λαμβάνει χώρα πάντα εντός της ταυτότητάς τους: ιδού η θεμελιώδης σχέση της ενότητας και της κινητικότητας. Στις υπό κρίση κοινωνίες μας, δεν έχουμε να κάνουμε με αυτό που είναι και με αυτό που πρέπει να είναι, αλλά περισσότερο με αυτό που είναι και αυτό που δεν είναι ακόμα (και που ταυτόχρονα περιλαμβάνεται όμως σε αυτό που είναι).

            Μερικές τελευταίες διευκρινίσεις είναι απαραίτητες για να κατανοήσουμε αυτήν την ιδέα του «γίγνεσθαι». «Η αλήθεια του είναι όπως και του τίποτα είναι κατά συνέπεια η ενότητα των δύο. Αυτή η ενότητα είναι το γίγνεσθαι» (Χέγκελ, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, σελ. 174, δική μου μετάφραση). Έτσι, αυτή η ενότητα δεν είναι μια έξοθεν προσθήκη. Ο Χέγκελ σκιαγραφεί εδώ ένα μονιστικό σχήμα, όλα λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό. Το είναι ισοδυναμεί με την ενότητα του είναι και του τίποτα [E = I (E + N)]. Το είναι και το τίποτα είναι το ίδιο πράγμα και, όμως, είναι εξαιρετικά σημαντικό η διαφοροποίησή τους να διατηρείται. Χωρίς τη στιγμή της διαφοροποίησης του είναι με το τίποτα, δεν μπορεί να υπάρξει διαλεκτική. Επιπλέον, αυτή η ενότητα περιλαμβάνει διαφορετικές στιγμές. Σε κάθε στιγμή, το είναι δουλεύεται από τις δυνάμεις του τίποτα, άρα γίνεται. Το γίγνεσθαι είναι η χωρίς παύση ενότητα του είναι με το τίποτα. Είναι η άρνηση ως εκείνο που κινητοποιεί το γίγνεσθαι και δε σταματάει ποτέ. Αλλά αυτές οι δυο στιγμές ανήκουν πάντα στο είναι. Έχουμε να κάνουμε με διεργασίες που δεν έρχονται από τα έξω, αλλά αντιθέτως αποτελούν συστατικά του είναι. Έτσι, αυτή η εσωτερική ανισότητα είναι η άρνηση.


Συμπέρασμα (προσωρινό)

            Έτσι, επανερχόμαστε στην προτεραιότητα που ο Μαρκούζε απέδωσε στη δύναμη της άρνησης στο παρόν ιστορικό στάδιο της διαλεκτικής κίνησης. Σήμερα, η εγελιανή φιλοσοφία απαιτεί να αμφισβητήσουμε τα «πρέπει», αλλά φυσικά δεν αγνοεί τα προβλήματα που ζητούν άμεσα τη δράση μας. Η ολότητα στον Χέγκελ δεν μας καλεί να αναζητούμε σε κάθε σύμπτωμα της παρούσας κρίσης μια κάποια μη προφανή αρμονία. Αντιθέτως, μας ζητά να αναγνωρίζουμε για κάθε σύστημα όλα τα συμπτώματά του ως συστατικά στοιχεία του. Η εγελιανή ολότητα είναι μία έννοια κριτική. Έτσι, για παράδειγμα, μιλάω για τον καπιταλισμό στον 21ο αιώνα δεν ισοδυναμεί με το να μιλάω για την προφανή ευημερία στην Ελβετία, αλλά επίσης για τη φτώχεια στην Αφρική, ως αμφότερα συστατικά στοιχεία του ενός και ίδιου καπιταλισμού. Ο Χέγκελ, βέβαια, είναι πολύ μακριά από τη λογική μιας «ανώτερης βούλησης» που μας εγγυάται πως όλα θα τελειώσουν ομαλά, χωρίς τη δική μας δράση και συμμετοχή. Σύμφωνα με αυτόν, όλα τα ανθρώπινα σχέδια υπονομεύονται από τις ασυνέπειες της ολότητας. Τελικά, η ελευθερία μας ανήκει.

            Φυσικά, η ιστορική αναγκαιότητα δεν εμφανίζεται παρά αναδρομικά μέσω των διαφόρων ενδεχομένων. Στο παρόν, δεν υπάρχει τίποτα παρά το γίγνεσθαι. Κάτι πάντα καινούριο καταφθάνει και αναδρομικά γίνεται αναγκαίο. Αυτή η αρχή της αναδρομής στο Χέγκελ μας υποδεικνύει το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσυμε: έχουμε τη δυνατότητα να γίνουμε δημιουργοί της Ιστορίας και μιας επανάστασης αναγκαίας. Εδώ και τώρα, μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε την επανεγγραφή της παρελθούσας ιστορίας. Αυτό που απαιτείται από εμάς είναι, περίπου, το ίδιο πράγμα που ο Πλάτων απαιτούσε από τον φιλόσοφο στην Πολιτεία: κάτι παραπάνω από την απλή επιθυμία της μάθησης (εδώ της δράσης), μια αληθινή δέσμευση για τη μάθηση (δράση) προκειμένου η πρόοδος να επιτευχθεί.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

The return


You don't make up for your sins in church. You do it in the streets. You do it at home. The rest is bullshit and you know it.

(MacDonalds/Starbucks, here I come...)

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Never give all the heart

So, you will not be near me when my light is low.

He that made this knows all the cost,
For he gave all his heart and lost.

(if your wish be to close me, i and
my life will shut very beautifully, suddenly)


Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Peut-être qu'en septembre, octobre, novembre, décembre...

Το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου σε 2 εικόνες



Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Περιγραφή-ανάλυση της οικονομικής-πολιτικής κρίσης σε δύο μέρη

-->
Δε χωράει καμία αμφιβολία ότι η κατάσταση στην Ελλάδα είναι έκρυθμη. Οι απλοί άνθρωποι καλούνται αυτές τις μέρες να ζήσουν σε ένα καθεστώς παράνοιας, οικονομικής ασφυξίας και καταιγισμού (παρα)πληροφοριών – και σα να μην έφτανε αυτό, υποχρεούνται να γίνονται δέκτες εκκλήσεων για επίδειξη ψυχραιμίας. Δυστυχώς, η έλευση μιας συλλογικής παράνοιας μοιάζει φυσιολογική εξέλιξη, η καθυστέρησή της δε στη σημερινή Ελλάδα ένα μικρό ιστορικό θαύμα.

Μία από τις πολλές πτυχές του προβλήματος είναι η συσσώρευση θεωριών, αναλύσεων, εκβιασμών στα κοινωνικά δίκτυα από ανθρώπους που αλληλοχλευάζονται διεκδικώντας με περισπούδαστο ζήλο τον τίτλο του «πιο ειδικού». Ο προβληματισμός μας με αυτήν την μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας οφείλει να είναι γενικότερος και ξεπερνάει το συγκεκριμένο ζήτημα της οικονομικής (πολιτικής, κοινωνικής κι ανθρωπιστικής) κρίσης. Έτσι, το παρακάτω κείμενο συνιστά για τον υπογράφοντα μία μικρή (ή μεγάλη) παρέκκλιση των προσωπικών του αρχών.

Ξεκινώ με κάποιες διευκρινίσεις. Όχι, το παρακάτω κείμενο δεν πρόκειται να δώσει μια απάντηση στο τι πρέπει να ψηφίσει κανείς στο δημοψήφισμα (το ευκταίο σενάριο είναι πως στο τέλος της ανάγνωσης θα γίνει κατανοητό γιατί δεν έχει ΚΑΝΕΝΑ απολύτως νόημα το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όπως δεν έχει ΚΑΝΕΝΑ απολύτως νόημα κάθε φορά το αποτέλεσμα των εκλογών). Είναι απόλυτα σεβαστή η ανάγκη όλων να ψάχνουν μετά μανίας σε διαδίκτυο, εφημερίδες και κανάλια απαντήσεις για τα άμεσα προβλήματα: πώς θα βγει η αυριανή μέρα, πώς θα επιβιώσω τον επόμενο μήνα, τι να ψηφίσω στο δημοψήφισμα, που και πότε θα μπορέσω να ξαναβρω δουλειά, κτλ. Γι’αυτό και το παρακάτω κείμενο θα επιχειρήσει, με ένα όσο το δυνατόν απλούστερο λεξιλόγιο, να συνδέσει τη «γενική» εικόνα της κρίσης με τα άμεσα, απτά, συγκεκριμένα προβλήματα του κάθε απλού ανθρώπου. Όμως πάνω από όλα είναι ένα κείμενο που στοχεύει ακριβώς αυτή τη «γενική» εικόνα που σε καιρούς εκτάκτων αναγκών τείνουμε να ξεχνάμε, διαιωνίζοντας δυστυχώς το πρόβλημα.

Συνεχίζοντας στην ίδια λογική, μία τελευταία παρατήρηση σχετικά με το μέγεθος του κειμένου. Σε αντίθεση με την μοντέρνα κουλτούρα των κοινωνικών δικτύων, κάποιες περιγραφές-αναλύσεις δεν μπορούν να περιορισθούν σε ένα μονοκόμματο, «πιασάρικο» κι «εμπορικό» σύνθημα. Έχω απόλυτη επίγνωση ότι το μεγάλο μέγεθος του παρακάτω κειμένου θα οδηγήσει πολλούς στο να μη το διαβάσουν ποτέ μιας και η επικρατούσα κουλτούρα δε διαθέτει χρόνο για αναλύσεις. Ίσως κάποιοι άλλοι, ψάχνοντας εναγωνίως τι θα φάνε αύριο ή τι να ψηφίσουν την επόμενη Κυριακή, να το αφήσουν για αργότερα. Ακόμα κι έτσι, ελπίζω ότι ίσως θα φανεί χρήσιμο και θα βοηθήσει κάποιους να κατανοήσουν έννοιες κι όρους που κυκλοφορούν ευρέως σε κανάλια και διαδίκτυο, αλλά λίγοι πραγματικά αντιλαμβάνονται την πραγματική τους σημασία.

Το περιεχόμενο λοιπόν του κειμένου θα είναι μια σύντομη – κι ελπίζω απλή – περιγραφή/ανάλυση της κρίσης. Η ανάγκη για μια όσο το δυνατόν πιο κατανοητή γλώσσα οδηγεί μοιραία σε μερικές υπεραπλουστεύσεις, όπως επίσης και σε μία αναπόφευκτη επανάληψη φράσεων προς εμπέδωση της ουσίας. Έστω. Αυτή τη φορά προέχει η αποτελεσματικότητα του μηνύματος.

Η ανάλυσή μας θα χωριστεί σε δύο μέρη, διακριτά σε θεωρητικό επίπεδο μα απόλυτα συνδεδεμένα στην πράξη, δύο ζητήματα στα οποία συμπυκνώνεται όλη η ουσία του προβλήματος. Το πρώτο μέρος θα ασχοληθεί με τη λεγόμενη θεωρία της κρίσης, το δεύτερο με την έννοια του δημόσιου χρέους. Με απλά λόγια, στην αρχή θα προσπαθήσουμε να δείξουμε γιατί στο υπάρχον πολιτικοοικονομικό σύστημα η κρίση είναι αναπόφευκτη (και θεωρητικά παροδική) και στη συνέχεια, προσπαθώντας να δούμε τις ιδιαιτερότητες της παρούσας κρίσης, θα ασχοληθούμε με τις πραγματικές διαστάσεις του περίφημου δημόσιου χρέους για την κάλυψη του οποίου – θεωρητικά πάντα – υποφέρουν οι Έλληνες και πολλοί άλλοι άνθρωποι ανά τον κόσμο σήμερα.

Όταν προσφάτως εγκεκριμένοι και βραβευμένοι οικονομολόγοι, προσκείμενοι στο νέοφιλελευθερισμό, κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις για την μη πρόβλεψη της κρίσης (βλέπε για το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την κριτική της Βασίλισσας Ελισσάβετ κατά Βρετανών καθηγητών του London School of Economics : http://www.telegraph.co.uk/news/uknews/theroyalfamily/3386353/The-Queen-asks-why-no-one-saw-the-credit-crunch-coming.html), η απάντηση στην οποία κατέληξαν ήταν (σε απλουστευμένη εδώ μορφή) η εξής: «αποτύχαμε στις προβλέψεις μας διότι δε λάβαμε υπόψη μας το – λεγόμενο – συστημικό ρίσκο (systemic risk)». Με απλά λόγια, δεν υπολογίσαμε την εγγενή στο υπάρχον σύστημα πιθανότητα ...όλα να πάνε στραβά (για μία «μυθοπλαστική» μα απολύτως καίρια παρουσίαση αυτής της θέσης, ανατρέξτε είτε στο μυθιστόρημα του Αμερικάνου συγγραφέα Don DeLillo, Cosmopolis, είτε στην ομώνυμη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου από τον Καναδό σκηνοθέτη David Cronenberg).

Πολύ ωραία… Τι είναι όμως αυτό το « συστημικό ρίσκο » και πώς μπορούμε να το ερμηνεύσουμε; Πρόκειται για μια ειδικότερη εκδήλωση του ενός και βασικού ερωτήματος: πώς μπορεί να ερμηνευθεί η κρίση;

Όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς ανατρέχοντας στα διάφορα ΜΜΕ, διεθνή κι ελληνικά, όπως και στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα, υπάρχουν πάρα πολλές και διαφορετικές θεωρίες. Κάποιοι επικαλούνται τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης, τα βαθύτερά μας ένστικτα που μας ωθούν στην απληστεία και στο να τρώμε ο ένας τον άλλον. Κάποιοι εξειδικεύουν το ζήτημα κι επικαλούνται «διαφορές στην κουλτούρα» των λαών που εμποδίζουν την ύπαρξη μιας υγιούς παγκόσμιας οικονομίας: κάποιοι Γερμανοί επικαλούνται τη ροπή του Έλληνα προς την τεμπελιά και τη διαφθορά, όπως παλιότερα Γερμανοί και Γάλλοι κατηγορούσαν την εμμονή των Αμερικάνων να αποκτήσουν πάση θυσία το δικό τους σπίτι ως κύριο αίτιο της τραπεζικής κρίσης του 2008, κοκ. Κάποιοι αποδίδουν την ευθύνη σε ανίκανους πολιτικούς και ζητούν εκλογές επί εκλογών μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος ηγέτης. Άλλοι μιλούν για «θεσμικά προβλήματα», για την ανάγκη να κατασκευάσουμε νέους διεθνείς θεσμούς για να αντικαταστήσουμε το ΔΝΤ, κτλ., πάντοτε όμως εντός του ίδιου συστήματος. Τέλος, άλλοι, συνήθως εξειδικευμένοι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, καλούν για αλλαγή θεωρητικής πλεύσης, προωθώντας τον έναν θεωρητικό αντί του άλλου (για παράδειγμα, από τον Hayek στον Kaynes, κοκ.), πάντα όμως εντός αυτού του νεοφιλελεύθερου πλαισίου.  

Ποια από όλες αυτές τις θεωρίες μπορεί να μας εξηγήσει πραγματικά την κρίση και να μας δώσει μίαν απάντηση για το πώς θα βγούμε από αυτήν; Όσο σοκαριστικό κι αν μοιάζει εκ πρώτης όψεως, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι όλες οι παραπάνω θεωρίες έχουν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη δόση αλήθειας. Ναι, υπήρξαν ανίκανοι και διεφθαρμένοι πολιτικοί που πλούτησαν σε βάρος μας. Ναι, το ένστικτο του ανταγωνισμού καλλιεργείται εδώ κι αιώνες (αν κι αυτό που αποκαλούμε «ανθρώπινη φύση» δεν είναι ποτέ ...φυσικό γεγονός, αλλά προϊόν ιστορικής κατασκευής). Ναι, μέσα σε βάθος χρόνου και με βάση τα ιστορικά γεγονότα που πλαισιώνουν την πορεία κάθε λαού, υπάρχουν διαφορές κουλτούρας που στέκουν εμπόδιο στη βαθειά αλληλοκατανόηση. Ναι, θα μπορούσε να υπάρξει ένας πιο αποτελεσματικός θεσμός από το ΔΝΤ. Όλα αυτά είναι σωστά, όμως δεν έχουν καμία παραπάνω αξία από απλές, περιφερειακές διαπιστώσεις. Διότι μπορεί να χαρτογραφούν κάποια ειδικότερα χαρακτηριστικά της παρούσας κρίσης, ωστόσο δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξηγήσουν τι πραγματικά μας οδήγησε σε αυτήν την κρίση. Οι παραπάνω θεωρίες δεν εντοπίζουν αιτίες, παρά μόνο τις παράπλευρες παθογένειες ενός συγκεκριμένου, ιστορικά εδραιωμένου οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Για αυτό, δεν ωφελεί να περιμένουμε τον αδιάφθορο ηγέτη, δεν ωφελεί να μοιρολατρούμε λέγοντας πώς έτσι έκαναν πάντα οι άνθρωποι (κανείς δε ζούσε και δε θα ζει για πάντα άλλωστε), δεν ωφελεί να καλούμε τους Έλληνες να είναι λιγότερο ...διεφθαρμένοι, τους Αμερικάνους να ξεπεράσουν εκείνο το σύμπλεγμα που τους θέλει πάση θυσία ιδιοκτήτες σπιτιού ακόμα κι αν ξεπληρώνουν τις πιστωτικές τους μέχρι τα γηράματα, κτλ. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ερευνήσουμε τις βάσεις αυτού του συστήματος που καλλιεργεί αυτά τα ένστικτα, αυτή τη διαφθορά, αυτές τις κουλτούρες. Και ίσως έτσι μπορέσουμε να εντοπίσουμε πώς μπορούμε να αλλάξουμε όλα τα κακώς κείμενα που οι παραπάνω θεωρίες επισημαίνουν.

Σε ποια θεωρία όμως μπορούμε να στραφούμε; Οι προτάσεις που ακολουθούν θα προκαλέσουν αναπόφευκτα την αποξένωση ενός μεγάλου αριθμού αναγνωστών, διότι θα προσκρούσουν πάνω σε μια σειρά από προκαταλήψεις και πολυφορεμένες, διαστρεβλωμένες έννοιες. Και ποιες λέξεις ταιριάζουν καλύτερα σε αυτό το σχήμα από τον «κομμουνισμό», τον «καπιταλισμό» ή το όνομα του «Καρλ Μαρξ»; Όπως σωστά καταλάβατε, η ανάλυση που ακολουθεί θα βασιστεί σε μια επίκαιρη ανάγνωση των γραπτών του Μαρξ. Ήδη κάποιοι εδώ σταματούν να διαβάζουν. Οι λιγότερο βιαστικοί ας κρατήσουν τις εξής παρατηρήσεις:

Α. Προσπαθείστε κατά το δυνατόν να αφήσετε κατά μέρος όλες τις εικόνες-ιδέες που συνδέετε με τις προαναφερθείσες έννοιες. ΟΧΙ, κομμουνισμός δε σημαίνει Σοβιετική Ένωση, ούτε Στάλιν. Για την ακρίβεια δε φτάσαμε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας σε μια κομμουνιστικά οργανωμένη κοινωνία. ΟΧΙ, κομμουνισμός δε σημαίνει όλα να ανήκουν στο Κράτος και στο Δημόσιο – για την ακρίβεια ο κομμουνισμός είναι η μόνη θεωρία που (προ)απαιτεί τη διάλυση του Κράτους. Όλως περιέργως, το κλασικό δίπολο «ιδιωτικός τομέας» - «δημόσιο» που έχει επικρατήσει σήμερα στις συνειδήσεις του κόσμου ως συνώνυμο του διπόλου «καπιταλισμός»-«κομμουνισμός» είναι μια εξωφρενική παραπλάνηση που δυστυχώς οι περισσότεροι άθελά τους αναπαράγουν. Για την ακρίβεια ο καπιταλισμός, κι αυτό ισχύει εξίσου για τη σημερινή του μορφή, τον πολύ συχνά αποκαλούμενο «νεοφιλελευθερισμό», χρειάζεται μια συγκεκριμένη μορφή Κράτους, ενώ από την άλλη πλευρά κομμουνισμός με κράτος δεν υπάρχει. Η έκφραση «κομμουνιστικό κράτος» είναι ένα οξύμωρο.

Β. Ακόμα κι αν παραμένετε δύσπιστοι με τα ως άνω γραφόμενα, μπορείτε να μείνετε ήσυχοι. Στην ανάλυσή μας δε θα υπάρξει καμία απολύτως αναφορά του όρου «κομμουνισμός», με οποιαδήποτε έννοια κι αν το ντύνει τελικά ο καθένας από εμάς. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να αποκαταστήσουμε μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια: η συντριπτική πλειοψηφία των γραπτών του Μαρξ δεν ασχολούνται (τουλάχιστον ευθέως) με μία (απόπειρα) περιγραφή(ς) ενός κάποιου «κομμουνιστικού συστήματος». Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Μαρξ συνιστά μια (οξυδερκέστατη όπως ελπίζω πως θα φανεί παρακάτω) περιγραφή κι ανάλυση του καπιταλιστικού συστήματος. Από αυτήν τη σκοπιά θα το προσεγγίσουμε κι εμείς. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μία θεωρία – σαν τις προαναφερθείσες – που προσπαθεί να εξηγήσει την υπάρχουσα κατάσταση, το υπάρχον σύστημα και την υπάρχουσα κρίση (με το προφανές προτέρημα του ότι πρόκειται για μια θεωρία που δημιουργήθηκε το 19ο αιώνα κι επομένως η επαλήθευσή της 150 χρόνια μετά δεν μπορεί παρά να αποτελεί αδιάψευστη ιστορική δικαίωση).

Γ. Η τελευταία παρατήρηση αφορά ένα πολυφορεμένο επιχείρημα που αρκετοί από σας έχουν αναπαράγει, πολλοί το πιστεύουν και σίγουρα όλοι έχουν ακούσει. Πάρα πολλοί οικονομολόγοι (και, εντελώς ενδεικτικά, ακόμα περισσότεροι φοιτητές οικονομικών σχολών σήμερα) προσπαθούν να αποδυναμώσουν κάθε αναφορά στο Μαρξ κάνοντας «προσωπικές» επιθέσεις εναντίον του: «δεν ήταν οικονομολόγος», «δεν είναι οικονομική θεωρία αυτό που έφτιαξε αλλά φιλοσοφία», «δεν είναι εφαρμόσιμα όλα όσα διακήρυττε» (το τελευταίο συνήθως συνοδεύεται από το «αυτά που προτείνει ο Μαρξ πάνε ενάντια στην ...ανθρώπινη φύση, ο καπιταλισμός είναι το μόνο σύστημα που ταιριάζει στα ανθρώπινα ένστικτα», κτλ.). Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να απαντούσαμε σε αυτά τα σημεία ένα προς ένα, αλλά γρήγορα θα χάναμε το κεντρικό μας θέμα (ένα άλλο κείμενο σίγουρα αξίζει να γραφτεί ως απάντηση στα παραπάνω). Αυτό που μπορούμε να πούμε εδώ είναι απλά το εξής: γιατί τέτοια αγωνία; Ας αφήσουμε πίσω το όνομα του Μαρξ κι ασχοληθούμε με τη θεωρία του αυτή καθεαυτή – βασικά, ας ξεχάσουμε για χάρη της συζήτησης πως αυτή η θεωρία δημιουργήθηκε από εκείνον κι ας τη θεωρήσουμε «ανώνυμη», ως μια απόπειρα ερμηνείας αυτού που οι σύγχρονοι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι ονόμασαν «συστημικό ρίσκο». Με άλλα λόγια, ας την ακούσουμε κι ας την κρίνουμε για αυτά που λέει, όχι για το ποιος την έγραψε. Άλλωστε, οι Έλληνες τις τελευταίες μέρες έχουν περάσει ώρες ατελείωτες ακούγοντας τις θεωρίες κάθε πιθανού κι απίθανου «ειδικού» στα κανάλια και το διαδίκτυο, ε, ας ακούσουμε μία ακόμα.


1. Η θεωρία της κρίσης

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με το πρώτο μέρος, επικεντρωμένο στη θεωρία της κρίσης, στο βασικό δηλαδή ερώτημα «γιατί έχουμε κρίση»;

(σημείωση-επανάληψη: ό,τι ακολουθεί είναι μια υπεραπλουστευμένη συμπύκνωση πολυάριθμων γραπτών, αλλά αυτό που προέχει είναι μια περιγραφή-ανάλυση κατανοητή από όλους)

Η συγκεκριμένη λοιπόν εξήγηση για την κρίση βασίζεται σε μια αρκετά παλαιά οικονομική θεωρία, τη λεγόμενη εργασιακή θεωρία της αξίας. Αν και προέχει η ουσία κι όχι η αναφορά σε πρόσωπα, αξίζει να σημειωθεί προς αποφυγήν βιαστικών αντιδράσεων απέναντι στην ως άνω ονομασία πως η θεωρία αυτή δεν εφευρέθηκε από τον Μαρξ, αλλά από τους λεγόμενος κλασικούς οικονομολόγους του 18ου και του 19ου αιώνα και, κυρίως, από τον Άνταμ Σμιθ και τον Ντέιβιντ Ρικάρντο (δηλαδή θεωρητικούς που το υπάρχον σύστημα αναγνωρίζει ως «πατέρες» κι ως αντιπαραδείγματα του «κακού», «ουτοπικού» κι εν ολίγοις «άσχετου» Μαρξ). Τι μας λέει λοιπόν αυτή η εργασιακή θεωρία της αξίας;

Με απλά λόγια, πρόκειται για την ιδέα ότι ΜΟΝΟ οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν και να παράγουν αξία. Τα διάφορα εργαλεία, τα μηχανήματα, κτλ. έχουν αξία, ενσαρκώνουν μία αξία (την επονομαζόμενη αξία χρήσης), δηλαδή πολύ απλά μας είναι απολύτως χρήσιμα για την παραγωγή αξίας, αλλά ΔΕΝ δημιουργούν από μόνα τους αξία. Ο μόνος τρόπος με τα οποία αυτά τα εργαλεία, μηχανήματα, κτλ. δημιουργούν αξία είναι κάποιος άνθρωπος να τα χρησιμοποιήσει, να τα θέσει σε λειτουργία, να τα προγραμματίσει κι έτσι να παράγει κάτι από αυτά. Αυτή είναι λοιπόν η βασική ιδέα της εργασιακής θεωρίας της αξίας (κατά Σμιθ, Ρικάρντο, Μαρξ κι άλλων) η οποία ισχύει φυσικά και σήμερα και θα ισχύει για πάντα. Κάποιος θα απαντήσει, «ε όχι, σήμερα έχουμε δυνατούς υπολογιστές που κάνουν τα πάντα μόνοι τους και αντικαθιστούν τον άνθρωπο». Θα κάνει όμως λάθος, διότι όλοι οι υπολογιστές, όλα τα μηχανήματα, κάθε μορφής τεχνολογικός εξοπλισμός προγραμματίζεται και τίθεται σε λειτουργία από ανθρώπους, δεν παράγει αξία από μόνος του – αλλά αποτελεί αξία (κι αυτή άλλωστε παραγόμενη από τον άνθρωπο). Όσο για το ζήτημα της αντικατάστασης των ανθρώπων από τις μηχανές και τους υπολογιστές, είναι μια ολόσωστη παρατήρηση αλλά πρέπει να ερμηνευθεί ορθά – κάτι που θα γίνει παρακάτω, οπότε ας μην προτρέχουμε.

Κρατάμε λοιπόν την ιδέα πως σύμφωνα με την εργασιακή θεωρία της αξίας, ΜΟΝΟ οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν και να παράγουν αξία.

Έστω τώρα ότι το παρακάτω γράφημα αναπαριστά μια μέση εργασιακή μέρα στον κόσμο. Παίρνουμε ως παράδειγμα το επικρατές σύστημα του 8ωρου και πιο συγκεκριμένα ένα ιδιαίτερα σύνηθες και στην Ελλάδα ωράριο εννιά (9) με πέντε (17).

  9-10-11-12-13-14-15-16-17

Με βάση τη παραγόμενη αξία από τη δουλειά μου, η εργασιακή μέρα μπορεί να χωριστεί σε δύο διακριτά τμήματα.  

9-10-11-12-13-14
15-16-17

Αυτό σημαίνει το εξής: έως τις 14:00, έχω παράγει αρκετή αξία για να καλύψω το κόστος της εργασίας μου, δηλαδή το μισθό μου (αυτό δηλαδή που «κοστίζω» σε αξία στον εργοδότη μου). Ό,τι παράγω από εκεί και πέρα θα αποτελέσει τη λεγόμενη υπεραξία. Άρα, γίνεται κατανοητό ότι η υπεραξία (στο παράδειγμά μας, ότι παράγω από τις 14:00 και μετά) αποτελεί τη βασική πηγή κέρδους για τον εργοδότη μου.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο χωρισμός της 8ωρης εργασίας στα παραπάνω δύο μέρη (09:00-14:00 και 14:00-17:00) αποτελεί ένα απλό παράδειγμα. Η χρονική διάρκεια που απαιτείται για την κάλυψη του κόστους εργασίας και η συνεπακόλουθη διάρκεια παραγωγής υπεραξίας όχι απλά διαφέρει από κράτος σε κράτος, αλλά είναι διαφορετική ανάλογα την επιχείρηση μέσα σε μία χώρα και φυσικά υπόκειται σε αλλαγή ανάλογα με διάφορες μεταβολές που συμβαίνουν στην οικονομία.  

Πάμε λοιπόν στη συνέχεια, βήμα-βήμα για να παραμείνουν όλα κατανοητά.

Έστω λοιπόν πως το πρώτο τμήμα του γραφήματος, αυτό δηλαδή που αναπαριστά το χρόνο εργασίας που χρειάζεται για να ισοσταθμίσουμε με την αξία της παραγωγής μας την αξία που κοστίζει ο μισθός μας στον εργοδότη,  το ονομάζουμε V (variable capital – δηλαδή μεταβλητό κεφάλαιο). Και το δεύτερο τμήμα του γραφήματος, αυτό δηλαδή που αναπαριστά την υπεραξία που παράγουμε, δηλαδή τη αξία από την οποία πηγάζει το κέρδος του εργοδότη μας, το ονομάζουμε S (surplus value).

Τότε, το κλάσμα S/V αποτελεί το λεγόμενο ποσοστό της υπεραξίας.

Προκειμένου να υπολογίσουμε το κέρδος του εργοδότη (της επιχείρησης και - σε ένα άλλο επίπεδο που εν τέλει μας ενδιαφέρει εδώ – του Κράτους, νοούμενο ως μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση), δεν αρκούν αυτά τα δύο δεδομένα, το S και το V. Πρέπει να συνυπολογίσουμε και το λεγόμενο σταθερό κεφάλαιο – ας το ονομάσουμε C (από το constant capital). Τι είναι αυτό το σταθερό κεφάλαιο; Είναι πολύ απλά τα υλικά, τα μηχανήματα, οι υπολογιστές, όλος εκείνος ο τεχνολογικός εξοπλισμός τον οποίο η επιχείρηση έχει ήδη αγοράσει και διαθέτει καθημερινά στη διαδικασία για την παραγωγή αξίας-κέρδους. Θυμίζουμε πως, όπως είπαμε προηγουμένως, αυτός ο τεχνολογικός εξοπλισμός δεν παράγει αξία από μόνος του, αλλά ενσαρκώνει μία συγκεκριμένη κι αμετάβλητη αξία, εξ ου και η ονομασία του ως σταθερό κεφάλαιο.

Τώρα λοιπόν, έχοντας στη διάθεσή μας αυτά τα τρία δεδομένα, μπορούμε χονδρικά να φτιάξουμε την εξής φόρμουλα για τον υπολογισμό του ποσοστού του κέρδους (μιας επιχείρησης, ενός Κράτους, κτλ.): το κλάσμα S/C+V.

Για παράδειγμα, εάν η παραγόμενη υπεραξία σε ένα 8ωρο είναι 10 ευρώ (S=10 ευρώ), το κόστος του εξοπλισμού που διαθέτει η επιχείρηση υπολογισμένο ανά εργάτη 1 ευρώ (C=1 ευρώ) και ο μισθός του εργαζόμενου (V=4 ευρώ), τότε το κέρδος του εργοδότη μας θα είναι 10/1+4=2 ευρώ ανά εργάτη.

Αυτή είναι μια υπεραπλουστευμένη φόρμουλα υπολογισμού του ποσοστού του κέρδους μιας επιχείρησης (ενός κράτους, κτλ.). Θα δούμε πως στη συνέχεια θα χρειαστεί να την εμπλουτίσουμε περαιτέρω.

Θα ρωτήσει εύλογα κάποιος: τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη θεωρία της κρίσης που υποτίθεται θα μας απασχολούσε σε αυτό το πρώτο μέρος; Πάμε να δούμε πως συνδέονται όλα.

Η θεωρία της κρίσης, λοιπόν, βασίζεται σε έναν κανόνα που παρατηρούμε στο υπάρχον οικονομικό μας σύστημα, τον οποίο μπορούμε να περιγράψουμε ως την αναπόφευκτη τάση του ποσοστού του κέρδους να πέφτει κατά τη διάρκεια μίας επαγγελματικής περιόδου (το επονομαζόμενο business cycle, διότι – όπως θα δούμε παρακάτω – η ιστορική πορεία του συγκεκριμένου συστήματος, τουλάχιστον μέχρι τώρα, είναι κυκλική).

Είναι όμως αλήθεια ότι το ποσοστό του κέρδους για κάθε επιχείρηση, κράτος, κτλ. δεν μπορεί παρά να πέφτει κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού κύκλου; Κι αν όντως ισχύει αυτό, γιατί συμβαίνει;

Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα, φτάνουμε στην καρδιά της λεγόμενης θεωρίας της κρίσης και, τελικά, εξηγούμε γιατί η κρίση στο υπάρχον σύστημα είναι και θα είναι για όσο παραμένουμε σε αυτό το σύστημα αναπόφευκτο, περιοδικό γεγονός.

Σύμφωνα λοιπόν με τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, η αγορά πρέπει να είναι ελεύθερη, κάτι που οδηγεί στον ελεύθερο ανταγωνισμό που – σύμφωνα πάντα με τις ίδιες αρχές – ευνοεί την παραγωγικότητα, τις χαμηλές, προσβάσιμες τιμές στα διάφορα αγαθά, κτλ. Αυτός όμως ο ανταγωνισμός επιφέρει κι άλλες συνέπειες, εντελώς αναπόφευκτες. Έτσι, λόγω του ανταγωνισμού, και προκειμένου να ανταπεξέλθει και να επιβιώσει αυτού του ανταγωνισμού, ο (εκάστοτε) εργοδότης δεν μπορεί να καρπώνεται το σύνολο της υπεραξίας (S), δηλαδή να το βλέπει ως καθαρό κέρδος και να το χρησιμοποιεί όλο προς ευχαρίστησή του. Στην πραγματικότητα, ένα σημαντικό ποσοστό αυτής της υπεραξίας το χρησιμοποιεί για να προχωρεί σε νέες επενδύσεις στην επιχείρησή του (να αγοράσει περισσότερα μηχανήματα, να αγοράσει όλο και πιο καινούριας τεχνολογίας εξοπλισμό, ενδεχομένως να ανοίξει παραρτήματα σε άλλες περιοχές, κοκ.). Αυτή η επένδυση ενός σημαντικού ποσοστού της υπεραξίας δεν είναι λοιπόν επιλογή του εργοδότη, αλλά απαραίτητη κίνηση προκειμένου να προστατευτεί και - σε ένα ιδανικό σενάριο - να ηγηθεί του ανταγωνισμού.

Αυτό λοιπόν είναι το βασικό σχήμα με το οποίο μια επιχείρηση δρα και καταφέρνει να επιβιώνει στην ελεύθερη αγορά.

Υπάρχει όμως ένας ακόμα παράγοντας που υπεισέρχεται κι αλλάζει διαρκώς τα δεδομένα. Είναι η γνωστή σε όλους μας τεχνολογική πρόοδος. Η εφεύρεση όλο και πιο καινούργιων κι αποτελεσματικών μηχανημάτων, η κατασκευή όλο και πιο δυνατών υπολογιστών, η διάσημη «αυτοματοποίηση» της παραγωγής, έχει ως αναπόφευκτο (κι εκ πρώτης όψεως ευκταίο) αποτέλεσμα την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό είναι ένα δεδομένο που απέκτησε τεράστιες διαστάσεις τον 20ο αιώνα (και συνεχίζει σε αυτήν την αρχή του 21ου αιώνα) δεδομένης της αλματώδης τεχνολογικής προόδου της ανθρωπότητας. Έτσι, η παραγωγικότητα, δηλαδή το πόση αξία παράγουμε σε ένα δεδομένο χρόνο εργασίας, έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Με απλά λόγια, για την ίδια χρονικά εργασία (π.χ. 8ωρο), παράγουμε πολύ περισσότερα αγαθά (ή υπηρεσίες ή ό,τι τέλος πάντων παράγει η επιχείρησή μας).

Θυμίζουμε πως τον (ολοένα και πιο προηγμένο) τεχνολογικό εξοπλισμό τον ονομάσαμε C (σταθερό κεφάλαιο), ενώ το ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή το κόστος ενός εργαζόμενου για μία επιχείρηση το ορίσαμε ως V (μεταβλητό κεφάλαιο).

Με βάση λοιπόν τις παραπάνω παρατηρήσεις, καθώς μία επιχείρηση συνεχίζει αδιάκοπα να επενδύει προκειμένου να επιβιώσει του ανταγωνισμού, και δεδομένης ταυτόχρονα της αλματώδης τεχνολογικής προόδου, ο αριθμός που εκφράζει την αναλογία ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο (δηλαδή το κλάσμα C/V) διαρκώς αυξάνεται. Όλοι γνωρίζουμε καλά πως υπάρχουν όλο και περισσότερες μηχανές που «εργάζονται» πλάι στους ανθρώπους. Αναμφισβήτητα, η γενική τάση είναι η ολοένα κι ευρύτερη αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας (V) από μηχανές, υπολογιστές (C), κτλ. Έτσι, το κλάσμα C/V (που ο Μαρξ ονομάζει οργανική σύνθεση του κεφαλαίου) μεγαλώνει αναπόφευκτα μέσα στο χρόνο (και δεδομένου πάντα πως οι ασταμάτητες επενδύσεις για μία αυξανόμενη παραγωγικότητα δεν είναι επιλογή του εργοδότη, αλλά αναγκαστική απόφαση, επιβαλλόμενη από το επικρατές σύστημα του ελεύθερου ανταγωνισμού).

Τώρα, λοιπόν, μπορούμε να εμπλουτίσουμε τη φόρμουλα που υπολογίζει το ποσοστό του κέρδους για μία επιχείρηση.

Το κλάσμα παίρνει την ακόλουθη μορφή: 

S/V /  C/V+1

Δηλαδή, το ποσοστό της υπεραξίας, ή πιο απλά της καθαρής παραγόμενης αξίας ανά εργαζόμενο (S/V, δηλαδή η υπεραξία προς το κόστος που επιφέρει ο εργαζόμενος στην επιχείρηση με τον μισθό του) προς την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (C/V, δηλαδή με απλά λόγια η αναλογία του κόστους της επιχείρησης για τα μηχανήματα, τα υλικά, κτλ. με το κόστος της για τους μισθούς των εργαζομένων).

Με αυτό λοιπόν το μεγάλο κλάσμα μπορούμε να υπολογίζουμε το ποσοστό κέρδους μιας επιχείρησης:

S/V /  C/V+1

Αν λοιπόν το κλάσμα C/V μεγαλώνει διαρκώς κι αναπόφευκτα όπως εξηγήσαμε (ανάγκη για συνεχείς επενδύσεις λόγω του ανταγωνισμού & τεχνολογική πρόοδος) κι αν το κλάσμα S/V μεγαλώνει επίσης (καθότι οι παραπάνω συνθήκες επιφέρουν αναπόφευκτα μια αύξηση της παραγωγικότητας) αλλά με σαφώς μικρότερη ταχύτητα από την αύξηση του C/V (πράγμα λογικότατο, αφού οι επενδύσεις και η τεχνολογική πρόοδος προηγούνται της αύξησης της παραγωγικότητας), τότε το συνολικό κλάσμα που αναπαριστά το ποσοστό κέρδους εντελώς λογικά κι αναπόφευκτα μειώνεται στο πέρασμα του χρόνου. Αυτή ακριβώς είναι η απόδειξη και ταυτόχρονα η εξήγηση του κανόνα του κραταιού οικονομικού συστήματος που ονομάσαμε προηγουμένως ως η αναπόφευκτη τάση του ποσοστού του κέρδους να πέφτει κατά τη διάρκεια μίας επαγγελματικής περιόδου (business cycle). Περισσότερο από μία απλή θεωρία, πρόκειται για το αποτέλεσμα της παρατήρησης της πορείας της οικονομίας σε όλη τη διάρκεια του 20ου και του 21ου αιώνα.

Γιατί όμως μιλάμε για τάση; Διότι πολύ απλά υπάρχουν πάντοτε μέσα σε μια οικονομία κι άλλοι παράγοντες που ασκούν αντίστροφη επιρροή από όσα εξηγήσαμε πιο πάνω, δηλαδή προσπαθούν να επιβάλλουν μιαν άνοδο του ποσοστού του κέρδους. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι παράγοντες δεν μπορούν ποτέ να ανατρέψουν την πτωτική πορεία του ποσοστού του κέρδους σε βάθος χρόνου, μπορούν μόνο ενίοτε να την καθυστερούν. Ποιοι είναι όμως αυτοί οι παράγοντες; Ένας έχει να κάνει με το χωρισμό της εργασιακής ημέρας σε δύο τμήματα, με την οποία και ξεκινήσαμε όλη αυτήν την περιγραφή. Όσο λοιπόν αυξάνεται η παραγωγικότητα, η αξία που απαιτείται για το μεταβλητό κεφάλαιο (V, δηλαδή η αξία που πρέπει ο εργαζόμενος να παράγει για να καλύψει το κόστος που ο μισθός του επιφέρει στον εργοδότη) παράγεται σε ολοένα και λιγότερο χρόνο. Για να πάρουμε το παράδειγμα με το οποίο ξεκινήσαμε πιο πάνω, το V θα αντιστοιχεί πλέον στην εργασία μας από τις 09:00 στις 12:00 (αντί για το 09:00-14:00 που ίσχυε προηγουμένως) κι άρα η υπεραξία θα αυξάνεται (αφού θα αντιστοιχεί στην παραγωγή μας από τις 12:00 έως τις 17:00, αντί για το 14:00-17:00). Άρα, το ποσοστό υπεραξίας S/V αυξάνεται κι αυτό ασκώντας έτσι σταθεροποιητικές τάσεις στο συνολικό ποσοστό κέρδους όσο ο ρυθμός αύξησής του S/V τείνει να «ισοφαρίζει» το ρυθμό αύξησης του C/V (δηλαδή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, βλέπε επενδύσεις και τεχνολογική πρόοδος). Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι πολλοί παράγοντες που επιδιώκουν να καθυστερούν την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους μέσω πάντα της προσπάθειας για αύξηση της παραγωγικότητας, όπως η αύξηση του ωραρίου εργασίας, οι υπερωρίες, η αύξηση των εργάσιμων ημερών (βλέπε για παράδειγμα την τάση για ανοιχτά καταστήματα κι επιχειρήσεις τις Κυριακές), κτλ. Όμως, αυτό που δεν αλλάζει ποτέ, αφού όπως μόλις αποδείξαμε αποτελεί αναπόφευκτο δεδομένο του υπάρχοντος συστήματος, είναι ότι σε βάθος χρόνο το ποσοστό του κέρδους πάντα θα πέφτει, δηλαδή θα επιβεβαιώνεται πάντα σε αυτό το σύστημα η τάση του ποσοστού του κέρδους να πέφτει κατά τη διάρκεια μίας επαγγελματικής περιόδου.

Πρώτο συμπέρασμα: αποδείξαμε πως στο υπάρχον οικονομικό σύστημα (το νεοφιλελεύθερο, καπιταλιστικό σύστημα), οι περιοδικές κρίσεις είναι ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΕΣ, ακριβώς λόγω της ύπαρξης του παραπάνω κανόνα. Δεν έχει καμία σημασία αν αλλάξουμε τα πρόσωπα που κυβερνούν, αν αλλάξουμε όνομα ή δομή στους θεσμούς, πάντα μα πάντα το υπάρχον σύστημα θα προκαλεί ανά περιόδους κρίσεις.

Πάμε τώρα σε κάποιες παρατηρήσεις που μας φέρνουν κατευθείαν στη σημερινή οικονομική κρίση και θα μας οδηγήσουν σιγά-σιγά στο δεύτερο μεγάλο ζήτημα, αυτό του δημόσιου χρέους. Η μορφή της σημερινής κρίσης είναι αποτέλεσμα μιας πρακτικής που εμφανίζεται ήδη τον 17ο αιώνα (για όσους ενδιαφέρονται για μια διαφωτιστική ιστορική αναδρομή ας ανατρέξουν στο Κεφάλαιο 31 του 1ου μέρους του Κεφαλαίου του Μαρξ), αλλά σήμερα και δη τα τελευταία τρίαντα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του 80, απέκτησε χαοτικές διαστάσεις: πρόκειται για τη λεγόμενη «πιστωτική οικονομία». Με άλλα λόγια, την αντικατάσταση του «σκληρού χρήματος» με αυτό που αποκαλούμε «πιστωτικό χρήμα» (credit).

Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Ότι πλέον προτιμώνται οι συναλλαγές να γίνονται με «πιστωτικούς όρους», κι όχι με άμεση ανταλλαγή χρήματος (και θα εξηγήσουμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου πώς εξασφαλίζεται αυτό). Αυτή η «πιστωτική οικονομία» έχει διάφορες μορφές, όλες περισσότερο ή λιγότερο γνωστές σε όλους μας. Σε επίπεδο καταναλωτών (βλέπε απλών ανθρώπων), εμφανίζεται με τη σταδιακή εξάπλωση του «πλαστικού χρήματος», δηλαδή της ολοένα κι αυξανόμενης χρήσης πιστωτικών καρτών ή άλλων μορφών δανειακών σχέσεων ανάμεσα σε έναν απλό καταναλωτή και την τράπεζά του (όπως τα περίφημα στεγαστικά δάνεια που κατηγορούνται ευθέως ως το βασικό αίτιο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης στην Αμερική, την Ιρλανδία και την Ισπανία) αντί για «σκληρών χρημάτων». Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η τάση εμφανίζεται, διόλου τυχαία, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80 όταν οι νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου (με πρωτεργάτες τη Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία και τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ) συνειδητοποίησαν ότι ο τρόπος με τον οποίον επέλεξαν να βγάλουν τα κράτη από την οικονομική ύφεση που άρχισε να εμφανίζεται τη δεκαετία του 70, δηλαδή με μείωση μισθών, με μειώσεις προσωπικού, κτλ. με σκοπό πάντα την αύξηση της παραγωγικότητας, τους οδήγησε ενώπιον ενός νέου, διαφορετικού αδιεξόδου. Κι αυτό γιατί το καπιταλιστικό, νεοφιλελεύθερο σύστημα έχει μια κυκλική δομή που σημαίνει πως οι εργαζόμενοι είναι ταυτόχρονα και καταναλωτές, κι άρα, συμμετέχουν στη διαμόρφωση όχι μόνο της προσφοράς αλλά και της ζήτησης στις ελεύθερες αγορές. Με απλά λόγια, εφόσον η πολιτική που επέλεξαν οι νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να τερματίσουν την ύφεση ήταν εκείνη της μείωσης μισθών και της μείωσης του εργατικού δυναμικού (με τη συνεπακόλουθη αύξηση της ανεργίας), η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν και η μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού που απειλούσε άμεσα να επηράσει τη ζήτηση στην αγορά κι άρα να οδηγήσει πίσω σε μια νέα ύφεση. Ποια λύση τελικά υιοθετήθηκε για την αποφυγή της ύφεσης; Η γιγάντωση της πιστωτικής οικονομίας και σε επίπεδο καταναλωτών. Έτσι, αφού ο κόσμος είχε λιγότερα λεφτά, προκειμένου να τον κάνουμε να συνεχίσει να ξοδεύει και να ...ευημερεί και να συνεχίσει να οδηγεί τις αγορές σε ανάπτυξη, η λύση βρέθηκε: δώσαμε στον κόσμο πιστωτικές κάρτες και του διευκολύναμε (βλέπε των ωθήσαμε προς) τη σύναψη δανειακών συμβάσεων με τις Τράπεζες.

Όλα αυτά σε επίπεδο «ατομικό», του κάθε καταναλωτή, του κάθε απλού ανθρώπου. Η γιγάντωση της πιστωτικής οικονομίας όμως είναι γεγονός και σε επίπεδο μεγαλύτερο, δηλαδή σε επίπεδο Κρατών, με τον ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο των επενδυτών, των διεθνών πιστωτών, με βάση την έκδοση ομολόγων, σε ένα αδυσώπητο παιχνίδι τζόγου άμεσα συνδεδεμένο με το φαινόμενο του δημόσιου χρέους, το οποίο όμως θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου μας.

Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το εξής: ποια ήταν η συνέπεια αυτής της γιγάντωσης της πιστωτικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες και πώς συνέβαλε στη συγκεκριμένη μορφή που πήρε η – όπως αποδείξαμε – έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα; Η απάντηση είναι απλή και συνδέεται άμεσα με το πόσο ...ελκυστική αποδείχτηκε η υιοθέτηση της πιστωτικής οικονομίας για τα Κράτη. Με τις πιστωτικές συναλλαγές, σε αντίθεση με την άμεση ανταλλαγή χρήματος, η πραγματική αξία που παράγεται κι ανταλλάσσεται δεν είναι άμεσα φανερή. Με λίγα λόγια, η πιστωτική οικονομία δεν καθυστερεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που αναλύσαμε πιο πάνω, αλλά καθυστερεί την εμφάνισή της. Με άλλα λόγια καθυστερεί τη εκδήλωση σε χρήμα αυτής της πτώσης. Είναι σα να κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί και να χτίζουμε οικονομίες, κράτη κι επιχειρήσεις πάνω σε μια ...ωρολογιακή βόμβα. Και φυσικά το πρόβλημα έγινε όλο και μεγαλύτερο, αφού η απόκρυψη της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους «γλύκανε» επιχειρήσεις και κράτη, τους οδήγησε σε υπέρογκες χρεώσεις, ανέδειξε σε άρχουσα τάξη την ομάδα των χρηματιστών και των επενδυτών (τα περίφημα golden boys) και οδήγησε έτσι με μαθηματική βεβαιότητα σε μια οικονομική κρίση έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη, μα τούτη τη φορά πιο σφοδρή από ποτέ.

Σε αυτήν την παρατεταμένη απόκρυψη της αναπόφευκτης πτωτικής τάσης του κέρδους αναφέρονται όσοι κατηγορούν το Ελληνικό κράτος ότι «έκρυβε και παραποιούσε στοιχεία» για να παρουσιάζει ανάπτυξη. Σωστά. Μόνο που αυτό έκαναν ΟΛΟΙ οι εμπλεκόμενοι στην αγορά, ΟΛΑ τα κράτη, ΟΛΕΣ οι επιχειρήσεις, ΟΛΟΙ οι καταναλωτές που επέλεξαν να χτίζουν τη ζωή τους σε δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Κι αυτό δεν έγινε επειδή ήταν «κακοί», «διεφθαρμένοι από τη φύση τους ή από την εκάστοτε κουλτούρα τους», αλλά γιατί αυτό ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της εδραίωσης της πιστωτικής οικονομίας – ήταν ο κανόνας του παιχνιδιού (ενός παιχνιδιού αδιανόητα κερδοφόρου για πολλούς όπως θα δούμε παρακάτω) που όλοι οι βασικοί παίχτες της αγοράς γνώριζαν κι αποδέχονταν. Αν θέλετε, όλα τα φερόμενα από πολλούς ως τα αίτια της κρίσης, όπως η «απληστία των καταναλωτών», η «διαφθορά των πολιτικών», κτλ., δεν ήταν παρά οι αναπόφευκτες παθογένειες ενός πολύ συγκεκριμένου συστήματος.

Η παραπάνω περιγραφή κι ανάλυση βασίζεται στη θεωρία της κρίσης του Καρλ Μαρξ, ερμηνευμένη μέσα στο σύγχρονο πλαίσιο της διογκωμένης πιστωτικής οικονομίας. Ας υπενθυμίσουμε εδώ, ανακεφαλαιώνοντας, πως ο Μαρξ, σε αυτή τη θεωρία, μιλάει ΠΑΝΤΑ για αξία, όχι για χρήμα («σκληρό» ή «πλαστικό»). Η πτωτική τάση της αξίας είναι και θα είναι αναπόφευκτο γεγονός στο υπάρχον σύστημα. Αυτό που πετύχαιναν οι επιχειρήσεις (και τα κράτη νοούμενα ως μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις) μέσω της γιγάντωσης τις πιστωτικής οικονομίας ήταν να καθυστερήσουν – πολύ περισσότερο από ό,τι έπρεπε, όπως αποδείχτηκε – την εκδήλωση αυτής της πτώσης σε πραγματικά νούμερα, σε χειροπιαστά χρήματα. Όμως η πραγματική κατάσταση μιας οικονομίας εκφράζεται στην αξία μέσω του κλάσματος που μας δείχνει το ποσοστό κέρδους (S/V/C/V+1) κι όχι στην εικόνα που μια οικονομία δίνει σε χρήματα ή νούμερα σε οθόνες υπολογιστών. Όλο αυτό φυσικά κάποια στιγμή αποκαλύπτεται κι ο κόσμος καταλαβαίνει ότι το ποσοστό κέρδους της οικονομίας έχει προ πολλού καταρρεύσει.

Πώς λοιπόν βγαίνουμε κάθε φορά από τις περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού;

Η απάντηση μοιάζει απλή. Η κρίση προκαλεί διάλυση επιχειρήσεων. Αυτό προκαλεί την έξοδο από το σύστημα (π.χ. από την οικονομία ενός κράτους) ενός σημαντικού ποσοστού του σταθερού κεφαλαίου (C). Άρα, το C σταδιακά μειώνεται. Παράλληλα, η διάλυση επιχειρήσεων προκαλεί αύξηση της ανεργίας. Περισσότεροι άνεργοι σημαίνει περισσότερα διαθέσιμα εργατικά χέρια, κάτι που αναπόφευκτα επιφέρει μείωση μισθών (αφού περισσότεροι άνθρωποι ανταγωνίζονται για λιγότερες θέσεις), δηλαδή μείωση του κόστους εργασίας για τους εργοδότες και κατά συνέπεια σταδιακή μείωση και του V. Άρα αν στο S/V/C/V+1 τόσο το C όσο και το V μειώνονται, τότε το συνολικό κλάσμα αυξάνεται, που σημαίνει πως το ποσοστό κέρδους της οικονομίας ανακάμπτει κι έτσι, μετά από μια περίοδο ύφεσης, αρχίζει ένας νέος κύκλος ανάκαμψης που με τη σειρά του θα καταλήξει σε μία ακόμα αναπόφευκτη κρίση λόγω της προαναφερθείσας τάσης του ποσοστού του κέρδους να πέφτει κατά τη διάρκεια μιας επαγγελματικής περιόδου.

Αυτή είναι σε υπεραπλουστευμένη μορφή η θεωρία της κρίσης που περιέχεται στο Κεφάλαιο του Μαρξ. Γίνεται έτσι κατανοητό γιατί οι περίφημοι «διεθνείς θεσμοί» απαιτούν από το ελληνικό κράτος την υιοθέτηση μέτρων που οδηγούν σε διάλυση επιχειρήσεων κι αυξανόμενη ανεργία – φαίνεται πως είναι φανατικοί μελετητές του Μαρξ, περισσότερο από όσο θα ήθελαν να αποδεχτούν.

Αν όμως έτσι ήταν τα πράγματα, γιατί αυτά τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια από τα αλλεπάλληλα «μνημόνια», δεν βγάζουν την Ελλάδα από την κρίση, όπως θα έπρεπε να γίνεται σύμφωνα με το έως άνω μοντέλο; Πολύ απλά διότι το περίφημο δημόσιο χρέος είναι πλέον αποκλειστικό αποτέλεσμα της διογκώμενης πιστωτικής οικονομίας, των αλλεπάλληλων δανείων με τα οποία το ελληνικό κράτος (όπως κι όλα τα άλλα κράτη) πετύχαιναν την περίφημη ανάπτυξή τους από τη δεκαετία του 70 και μετά, με όλες τις αναπόφευκτες παράλληλες συνέπειες, όπως η κερδοσκοπία επενδυτών και χρηματιστών που πλούτισαν σε βάρος λαών, ευνοούμενοι από μια παρατεταμένη περίοδο απόκρυψης της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Όμως εδώ θα πρέπει να ασχοληθούμε πιο προσεκτικά με το ζήτημα του δημόσιου χρέους για να είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε τη σημερινή μας κρίση.


2. Το δημόσιο χρέος

Για να αναλύσουμε την παρούσα οικονομική και πολιτική κρίση, θα πρέπει πρώτα από όλα να καταλάβουμε πως ακριβώς λειτουργεί η οικονομία στο σύγχρονο, νεοφιλελεύθερο, καπιταλιστικό σύστημα.

Ακούμε λοιπόν δεξιά κι αριστερά πως η Ελλάδα χρωστάει, πως το δημόσιο χρέος της έχει εκτοξευθεί και για αυτό υποφέρει ο απλός κόσμος, κτλ. Κι εύλογα ο απλός πολίτης αναρωτιέται τι πρέπει να κάνουμε στην πράξη αν θέλουμε να μειώσουμε αυτό το περίφημο δημόσιο χρέος. Οι «διεθνείς θεσμοί» και τα – προφανέστατα πλέον κατευθυνόμενα – ΜΜΕ αναπαράγουν διαρκώς τις ίδιες απαντήσεις-επιταγές προς τις ελληνικές κυβερνήσεις: «μειώστε τις δημόσιες δαπάνες», «εφαρμόστε πλάνο λιτότητας», «πάρτε μέτρα για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κράτους στις αγορές», «ιδιωτικοποιήστε τα πάντα».

Ωραία όλα αυτά, αλλά αφού με τόσα μνημόνια γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστούν τα ως άνω μέτρα, γιατί το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται; Έχουν άραγε δίκιο οι ξένες κυβερνήσεις και οι θεσμοί πως φταίει η κωλυσιεργία των Ελλήνων, η τεμπελιά τους, η διαφθορά τους, κτλ.; Για να απαντηθεί το ερώτημα των τρόπων μείωσης του δημόσιου χρέους, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να πάρουμε μιαν απόσταση από όλο αυτόν τον καταιγισμό μέτρων λιτότητας και τα αδιαναόητα στερεοτύπα με τα οποία εκ των υστέρων εξηγούμε την αποτυχία τους, για να αναρωτηθούμε επιτέλους τι είναι αυτό το δημόσιο χρέος τέλος πάντων. Άλλωστε, δεν είναι λιγάκι περίεργο που όλα μα όλα τα κράτη έχουν δημόσιο χρέος, το οποίο μάλιστα γνώρισε ραγδαία άνοδο την τελευταία εποχή; Σε ποιον τέλος πάντων χρωστάν(/μ)ε;

Για να απαντήσουμε σε όλα αυτά, πρέπει να δούμε με απλό τρόπο πώς λειτουργεί η οικονομία στο νεοφιλελευθερισμό. Η οικονομία λοιπόν κάθε κράτους – αλλά και η λεγόμενη παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της – παρουσιάζει το εξής χαρακτηριστικό: η αγορά πρέπει να διοχετεύεται διαρκώς με τη «σωστή» ποσότητα χρήματος. Περισσότερο χρήμα από όσο πρέπει, δημιουργεί αναπόφευκτα πληθωρισμό (δηλαδή με απλά ελληνικά μείωση της αγοραστικής δύναμης του νομίσματός μας), λιγότερο χρήμα από την άλλη δημιουργεί φυσικά ύφεση.

Πώς όμως διοχετεύεται η αγορά με χρήμα; Με άλλα λόγια, πώς γεννιέται το χρήμα; Κι από ποιον;

Ιστορικά, λοιπόν, στον καπιταλισμό, το χρήμα γεννιέται από δύο διαφορετικές πηγές.

Η πρώτη είναι μία δημόσια τράπεζα που συνήθως ονομάζεται Κεντρική Τράπεζα (central bank – αυτός είναι ο ρόλος σήμερα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο πλαίσιο της ευρωζώνης). Αυτή η τράπεζα, λοιπόν, και μόνο αυτή μπορεί να δημιουργεί κατά βούληση χρήμα και να γεμίσει έτσι την αγορά με ρευστό. Όπως θα δούμε, μέχρι τη δεκαετία του 1970, οι κυβερνήσεις των κρατών είχαν τη δυνατότητα να ζητούν από την Κεντρική Τράπεζα της κάθε χώρας να εκδίδει από το πουθενά νέο χρήμα για να καλυφθούν οι ανάγκες της αγοράς.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη πηγή δημιουργίας νέου χρήματος, κι αυτή είναι οι ιδιωτικές τράπεζες. Όμως, ο τρόπος που οι ιδιωτικές τράπεζες παράγουν χρήμα είναι ιδιαίτερος, αφού όπως είπαμε πιο πάνω μόνο η Κεντρική Τράπεζα μπορεί σε κάθε οικονομία να κατασκευάσει νέα πραγματικά (αυτό που λέμε «σκληρά») χρήματα, δηλαδή νομίσματα και χαρτονομίσματα. Αυτός ο τρόπος έχει επικρατήσει να ονομάζεται δημιουργία χρήματος με πιστωτική επέκταση. Τι σημαίνει αυτό;

Ας πάρουμε το ακόλουθο, οικείο σε όλους παράδειγμα. Έστω ότι ένας καταναλωτής, ένας απλός άνθρωπος σαν όλους εμάς, ζητάει και παίρνει δάνειο από μια ιδιωτική τράπεζα. Αν πιστεύετε ότι η τράπεζα θα δεσμεύσει για αυτόν και θα του δώσει το συγκεκριμένο ποσό που ζήτησε από τα αποθέματά της σε χρήμα, πολύ απλά κάνετε λάθος. Στην πραγματικοτητα, η τράπεζα θα «δημιουργήσει» από το πουθενά το χρηματικό ποσό που θα του δανείσει με μία απλή «λογιστική» πράξη, κυριολεκτικά με ...το πάτημα ενός κουμπιού. Για να γίνει αυτό ακόμα πιο κατανοητό, ας πούμε πως η τράπεζα θα προσθέσει στο «λογαριασμό» της, όπως αυτός εμφανίζεται στην οθόνη ενός  υπολογιστή, το χρηματικό ποσό που πρόκειται να μας δανείσει, χωρίς όμως αυτό το ποσό να αντιστοιχεί σε πραγματικό, «σκληρό» χρήμα στα αποθέματά της. Αυτό το ποσό θα αρχίσει να γίνεται πραγματικό χρήμα μόνο όταν θα αρχίσει η αποπληρωμή (σε έντοκες δόσεις φυσικά) του δανείου από τον καταναλωτή. Ουσιαστικά είναι ο οφειλέτης που θα δημιουργήσει το χρήμα το οποίο εντελώς παράδοξα υποτίθεται πως χρωστά!!

Αυτή είναι ουσιαστικά η έννοια της πιστωτικής οικονομίας: δημιουργούμε εικονικό χρήμα με την προσδοκία ότι αυτό θα μετατραπεί σε πραγματικό χρήμα όταν ο οφειλέτης αρχίζει να αποπληρώνει το χρέος του.

Έτσι λοιπόν, για να συνοψίσουμε, το χρήμα στον κόσμο μας δημιουργείται με τους δύο αυτούς διαφορετικούς τρόπους: είτε με την έκδοση «σκληρού» χρήματος από την εκάστοτε Κεντρική Τράπεζα, είτε μέσω της πιστωτικής οικονομίας, δηλαδή της πρακτικής χορήγησης δανείων από τις ιδιωτικές τράπεζες. Σε αυτήν την πρακτική, το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο σύστημα επιβάλλει δύο κανόνες που ουσιαστικά το καθορίζουν και του δίνουν τη σημερινή του μορφή.

Ο πρώτος κανόνας είναι αυτός που για την Ευρωζώνη αποτυπώνεται στο άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισαβώνας, αλλά που επιβλήθηκε σε όλο το νεοφιλελεύθερο σύστημα ήδη από τη δεκαετία του 70. Τι μας λέει; Ουσιαστικά απαγορεύει στις κυβερνήσεις των κρατών να ζητούν την έκδοση νέου χρήματος από την εκάστοτε Κεντρική Τράπεζα. Το επιχείρημα για την επιβολή αυτού του κανόνα ήταν οι πρακτικές κυβερνήσεων – συχνότερα σε προεκλογικές περιόδους – να ζητούν από την Κεντρική Τράπεζα να διοχετεύει την οικονομία του κράτους με νέο χρήμα με αποτέλεσμα – με βάση το σχήμα που περιγράψαμε πιο πάνω – εν τέλει να οδηγούμαστε αναπόφευκτα σε αυξημένο πληθωρισμό. Έτσι, αφού σήμερα τα Κράτη δεν έχουν πρόσβαση στην πρώτη πηγή δημιουργίας χρήματος, καταφεύγουν στη δεύτερη, δηλαδή τη δημιουργία χρήματος με πιστωτική επέκταση. Με απλά λόγια, τα Κράτη δανείζονται χρήματα από την αγορά και πιο συγκεκριμένα από τις ιδιωτικές τράπεζες, υπό μορφή πίστωσης. Άρα, όπως θα φανεί και παρακάτω, με το υπάρχον σύστημα, για να χτίσει την οικονομία του, με απλά λόγια για να μπορέσει να υπάρξει, το κάθε κράτος ΠΡΕΠΕΙ να είναι οφειλέτης, ΠΡΕΠΕΙ να χρωστά χρήματα σε ιδιωτικά συμφέροντα. Ιδού γιατί όλα μα όλα τα κράτη έχουν δημόσιο χρέος. 
Ο δεύτερος κανόνας συνοψίζεται σε αυτό που ονομάζουμε κλασματικό αποθεματικό σύστημα. Τι είναι αυτό; Όπως ακριβώς όλα τα κράτη, έτσι και οι ιδιώτες (ως άτομα, οι καταναλωτές, οι απλές οικογένειες δηλαδή) και οι επιχειρήσεις δανείζονται χρήματα από τις ιδιωτικές τράπεζες υπό μορφή πίστωσης. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η αγορά γεμίζει από δάνεια που προέρχονται από ιδιωτικές τράπεζες. Το ερώτημα που προκύπτει αμέσως είναι το εξής: έχουν οι τράπεζες τα αποθέματα σε χρήμα για να καλύψουν τα χρήματα που δημιουργούν σε πιστωτική μορφή; Εδώ υπεισέρχεται το λεγόμενο αποθεματικό ποσοστό, δηλαδή ένα συγκεκριμένο όριο πραγματικού χρήματος που η τράπεζα πρέπει πάντα να διαθέτει στο απόθεμά της. Ωστόσο, αυτό το αποθεματικό ποσοστό είναι ήδη υπερελαστικό: οι ιδιωτικές τράπεζες μπορούν «νόμιμα» να δημιουργούν με μορφή πίστωσης μέχρι κι έξι φορές περισσότερο χρήμα από όσο πραγματικά διαθέτουν στο απόθεμά τους. Και σα να μη φτάνει αυτό, αν χρειάζονται να δανείσουν ακόμα παραπάνω από αυτό, οι ιδιωτικές τράπεζες νομιμοποιούνται να παίρνουν οι ίδιες δάνειο από την εκάστοτε Κεντρική Τράπεζα. Αυτό είναι το επονομαζόμενο κλασματικό αποθεματικό σύστημα.

Εδώ άλλωστε βλέπουμε πως οι Κεντρικές Τράπεζες, η πρώτη και μοναδική πηγή δημιουργίας πραγματικού, σκληρού χρήματος, δεν επιτρέπεται να συνδιαλέγονται με Κράτη ή με πολίτες. Ουσιαστικά το μόνο που κάνουν είναι να δανείζουν λεφτά στις ιδιωτικές τράπεζες, αναλαμβάνοντας έτσι το ρόλο του ρυθμιστή του τραπεζικού συστήματος.

Έτσι, στην πραγματικότητα, το σύνολο του χρήματος που κυκλοφορεί στον κόσμο προέρχεται από τις πιστώσεις που χορηγούν οι ιδιωτικές τράπεζες.  Όμως, υπάρχουν κάποια εγγενή κι αναπόφευκτα προβλήματα σε όλο αυτό το σύστημα που πηγάζουν από την ίδια τη λογική του. Πρώτα από όλα, εφόσον όλο το χρήμα του κόσμου προέρχεται από πιστώσεις, η αποπληρωμή αυτών των πιστώσεων από τους οφειλέτες οδηγεί λογικά σταματά την παραγωγή του χρήματος. Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Ότι για να έχει η οικονομία μας λεφτά, πρέπει οι τράπεζες να χορηγούν αδιάκοπα νέες πιστώσεις. Δηλαδή τα κράτη, οι επιχειρήσεις και οι απλές οικογένειες ΠΡΕΠΕΙ να παίρνουν διαρκώς δάνεια από τις τράπεζες προκειμένου να υπάρξει χρήμα στον κόσμο και να λειτουργεί έτσι η οικονομία. Καταπληκτικό;

Γίνεται όμως και χειρότερο. Διότι αυτό το χρήμα, που όπως είδαμε προέρχεται πάντα από πιστώσεις, είναι ...ακριβό. Κι αυτό γιατί, όντας πίστωση, δηλαδή δάνειο, συνοδεύεται ΠΑΝΤΑ από τόκους που αποσκοπούν στην παραγωγή κέρδους για το δανειστή. Εάν δηλαδή σκεφτούμε το σύνολο της λειτουργίας αυτού του οικονομικού-πολιτικού συστήματος, βλέπουμε πως προκειμένου να υπάρξει χρήμα, τα κράτη, οι επιχειρήσεις και οι απλές οικογένειες ΠΡΕΠΕΙ να πληρώνουν διαρκώς τόκους. Έστω κι αν, ή μάλλον ακριβώς επειδή, παίρνουν νέα δάνεια για να ξεπληρώσουν παλιούς τόκους. Και αυτοί οι τόκοι σχηματίζουν ένα πραγματικό πακτωλό κέρδους για τις ιδιωτικές τράπεζες, για τους ιδιώτες επενδυτές, γι’αυτούς τους ελάχιστους δισεκατομμυριούχους οι οποίοι πλουτίζουν καθημερινά τζογάροντας στην οικονομία, για τους οποίους με απλά λόγια το συγκεκριμένο οικονομικό-πολιτικό σύστημα υπάρχει και λειτουργεί.

Έτσι λοιπόν, από τη δεκαετία του 70 και την οριστική εδραίωση του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, το ελληνικό κράτος και κάθε κράτος σε αυτόν τον κόσμο δεν έχει πρόσβαση στην Κεντρική Τράπεζα για να παράγει χρήμα. Αυτό που πρέπει να κάνει λοιπόν είναι να δανείζεται από τις ιδιωτικές τράπεζες και στην ουσία να πληρώνει διαρκώς τόκους προκειμένου να έχει στη διάθεσή του χρήμα. Είναι ακριβώς αυτοί οι τόκοι που ουσιαστικά συνιστούν σήμερα το δημόσιο χρέος των Κρατών. Για να ξεπληρωθούν οι τόκοι, τα Κράτη παίρνουν νέα δάνεια και ούτω καθεξής σε ένα φαύλο κύκλο που το χρέος αυτοανατροφοδοτείται.

Ακούμε λοιπόν πως για να ξεπληρώσουν το δημόσιο χρεός τους, τα κράτη πρέπει να «μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες», «εφαρμόσουν πλάνο λιτότητας», «πάρουν μέτρα για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κράτους στις αγορές», «ιδιωτικοποιήσουν τα πάντα», κτλ. Ε λοιπόν πρόκειται για ΒΛΑΚΕΙΕΣ. Είναι μαθηματικά αδύνατον να αποπληρωθεί το δημόσιο χρέος οποιουδήποτε κράτους έαν πρώτα δεν αλλάξει το συστημα της παραγωγής χρήματος με πίστωση και με τόκους. Πολύ απλά γιατί αυτό το σύστημα είναι από μόνο του κι εξαρχής  Ο ΜΟΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ.

Άρα το πρώτο βήμα είναι να περιοριστεί η δημιουργία χρήματος σε μια οικονομία από την Κεντρική Τράπεζα του Κράτους που θα μπορεί να χρηματοδοτεί απευθείας, χωρίς μεσάζοντες κερδοσκόπους, την οικονομία. Είναι ο μόνος τρόπος να δημιουργηθεί ένα σύστημα χρηματοδοτικό που δε θα τρέφεται από το ίδιο του το χρέος.

Το τι άλλα μέτρα πρέπει να συνοδέψουν το παραπάνω πρώτο βήμα για να επιβιώσει η οικονομία είναι μια πολύ ωραία συζήτηση και οι προτάσεις πολλές. Ελπίζω όμως να έγινε τώρα πιο ξεκάθαρο γιατί το να ψηφίσει κανείς ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο δημοψήφισμα θέλοντας παράλληλα να μείνει στο Ευρώ, να μείνει στο υπάρχον οικονομικό και πολιτικό σύστημα, είναι μια ξεκάθαρη, αργή αυτοκτονία.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής